Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά που ανέμιζαν κατά πού και κατά πώς φυσούσε ο άνεμος, την πλησίαζαν επίμονα επειδή ήταν κάποια σημαντική. Ήταν κόρη σημαντικού. Ήταν σύντροφος σημαντικού. Έτσι νόμιζαν. Αλλά εκείνη ήταν σημαντική μόνο για τον εαυτό της και για τα παιδιά της, για κανέναν άλλο. Γι’ αυτό κοκκίνιζαν τα χείλη της, ήθελαν να γελούν ειρωνικά κι απρόσεκτα μπροστά στα μούτρα των πολλών της φίλων, αλλά εκείνη τα συγκρατούσε με δύναμη, ήταν πάντοτε πρόθυμη να λησμονήσει. Τα χείλη της από την άλλη, ποτέ! Οι λίγοι της φίλοι, εκείνοι που είχαν τη σκληράδα τη διαμαντένια όταν την αγκάλιαζαν, της έκαναν δώρο ένα κραγιόν που ξεβάφει. Έτσι, κάθε πρωί έβγαζε το χρώμα απ’ τα χείλια της για να μπορούν να ’ναι γυμνά στα λίγα τα λόγια που ξεστόμιζαν. Τα λόγια τα αληθινά, όχι τα καθημερινά και τ’ άδεια. Ήθελε τα χείλη της να μείνουν ξεβαμμένα για πάντα, για να μπορεί να μιλάει ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς. Αλλά οι πολλοί της φίλοι ήταν πάντα εκεί. Τριγύρω. Ξεφύτρωναν κάθε μέρα ολοένα και περισσότεροι, σαν τα μανιτάρια πάνω στα σαπισμένα δέντρα. Εκείνη όμως ήξερε, δεν υπάρχουν αστέρια αν δεν υπάρχει καθαρός ουρανός. Οι λίγοι της φίλοι άλλωστε θα ήταν πάντα παρόντες και στα εύκολα και στα δύσκολα, για ’κείνους μονάχα φύλαγε τα σημαντικά και τα μεγάλα, για τους άλλους μονάχα το κραγιόν που ξεβάφει.
_
Ο πίνακας Routine 2 είναι της εικαστικού Σοφίας Βλαχογιάννη
_