Είχε γεννηθεί απότομα πολλά χρόνια πριν το καταλάβει. Η ζωή του έμοιαζε με αρχαία τραγωδία, παιδί αγνώστων θεών, ήξερε πως έπρεπε να θυσιαστεί στο βωμό της διαφορετικότητας για να μπορέσει να ζήσει. Τον είχαν προικίσει όμως οι θεοί με εκείνο το βλέμμα που σε διαπερνούσε μέχρι να βρει μέσα σου πού κρύβεις τα πολύτιμα πετράδια και το χρυσάφι της ψυχής σου. Κι όμως τίποτα επίγειο και καθημερινό δεν τον ένοιαζε, ούτε ο χρυσός, ούτε τα λεφτά, ούτε οι ανέσεις, ούτε οι ίδιοι οι άνθρωποι που πάντα ένιωθε πως δεν μπορούν να τον καταλάβουν. Εκείνος, από την άλλη, τους καταλάβαινε. Και τους καταλάβαινε καλά, διάβαζε την ψυχή τους μέσα από τα μεγάλα του κόκκινα γυαλιά που έκαναν τον κόσμο του ξεκάθαρο. Είχε πληρώσει το τίμημά του για να μπορεί να βλέπει τόσο διάφανα τους ανθρώπους. Έμοιαζαν στο βλέμμα του σαν καλογυαλισμένα κρύσταλλα μέσα στις προσεκτικά κλεισμένες προθήκες τους. Τώρα πια τις ανάσες του τις έπαιρνε στην άκρη της ζωής. Όχι από φόβο ούτε από ντροπή, αλλά από ανάγκη. Ήθελε να εξομολογηθεί στο σύμπαν τις αμαρτίες που δεν είχε κάνει, γι’ αυτές που είχε κάνει ήταν περήφανος. Γι’ αυτό ίσως τίποτα πια δεν μπορούσε να τον ξαφνιάσει, ούτε καν οι ψυχές εκείνων των ανθρώπων που ήξερε πως είναι άδειες, γεμάτες μονάχα με το τίποτα. Εκείνος συνέχιζε κανονικά, εκεί, στην άκρη της ζωής, κάπου ανάμεσα στο θάνατο και τα φανταχτερά του ρούχα…
_
Ο πίνακας Mimozas είναι της εικαστικού Σοφίας Βλαχογιάννη
_