Ακολουθήστε με στο Facebook
Πίνακας με τίτλο “Dream” της Σοφίας Βλαχογιάννη

Η Πολυξένη κάθε πρωί άφηνε τον κουρασμένο της πόθο να κοιμηθεί ήσυχα ήσυχα πάνω στο μαξιλάρι της. Μπροστά στον καθρέφτη ζωγράφιζε την ιδανική της εικόνα, κοκκίνιζε τα χείλη της κι ονειρευόταν για όσο διαρκούσε η καθημερινότητα έναν κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν που ζούσε. Έφτιαχνε μια τεράστια σαπουνόφουσκα και κλεινόταν μέσα της για να ζει αδιαφορώντας για τα βλέμματα των άλλων. Σε πείσμα των νόμων της φύσης, οι δικές της σαπουνόφουσκες δεν ήταν εφήμερες, τις έφτιαχνε δυνατές, σφιχτές κι ανέγγιχτες από άλλους, με υλικά αγνά που έκλεβε προσεκτικά από τη φαντασία της. Συντροφιά στον τακτοποιημένο της κόσμο μονάχα το μικρό της ψαράκι! Ήταν αχώριστοι οι δυο τους, το ψαράκι κι ο εαυτός της, κολυμπούσαν δίπλα δίπλα στο ίδιο καλοκαίρι. Στο φωτεινό της σύμπαν όλα ήταν δυνατά, τα όνειρα άλλωστε δεν έχουν βαρύτητα. Ούτε οι σαπουνόφουσκες!

_

Ο πίνακας Dream είναι της εικαστικού Σοφίας Βλαχογιάννη

_

Από το άρθρο

Η Πολυξένη κάθε πρωί άφηνε τον κουρασμένο της πόθο να κοιμηθεί ήσυχα ήσυχα πάνω στο μαξιλάρι της. Μπροστά στον καθρέφτη ζωγράφιζε την ιδανική της εικόνα, κοκκίνιζε τα χείλη της κι ονειρευόταν για όσο διαρκούσε η καθημερινότητα έναν κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν που ζούσε. Έφτιαχνε μια τεράστια σαπουνόφουσκα και κλεινόταν μέσα της για να ζει αδιαφορώντας […]

Διαβάστε κι αυτά

Μικρές ιστορίες
Η πέτρα κάτω από το χιόνι
Η πέτρα κάτω από το χιόνι

Η πέτρα κάτω από το χιόνι

Σαν νύχτωσε, ο μπαρμπα-Θανάσης είχε ακόμα καρφωμένο το βλέμμα του στο χιόνι που δεν είχε σταματήσει να πέφτει από το προηγούμενο βράδυ. Δίπλα του καθόταν μια άγνωστη γυναίκα που τον κοιτούσε με μάτια κατακόκκινα. Δεν της έδωσε σημασία, την προσοχή του την είχε στραμμένη στα νερά του ποταμού που έτρεχαν γρήγορα πια και μανιασμένα, λες και βιάζονταν να κατεβούν στον κάμπο μια ώρα αρχύτερα και χαλνούσαν με τη βοή τους την ησυχία του δειλινού. Το γεφύρι ήταν άδειο, σαν τις σκέψεις του.

Μικρές ιστορίες
Αχρείαστοι ήρωες
Αχρείαστοι ήρωες

Αχρείαστοι ήρωες

Έκλαψα δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσα. Δεν μπορεί, όπου κι αν είναι θα με ακούσει και θα γυρίσει. Γι’ αυτό κι έκλαιγα συνέχεια και δεν ήθελα να παίξω. Κοίταξα τη λάμπα ψηλά στο ταβάνι κι ήθελα να έρθει ο μπαμπάς να με πετάξει ψηλά. Όσο πιο ψηλά μπορούσε για να ακουστεί το κλάμα μου μακριά, να το ακούσει η μαμά. Δεν μπορεί, θα με ακούσει, σκέφτηκα. Εμείς οι ήρωες άλλωστε κλαίμε δυνατά!