Ακολουθήστε με στο Facebook
Πίνακας με τίτλο “Pure” της Σοφίας Βλαχογιάννη

Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως δεν είχε παλέψει ποτέ. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση και δεν ήξερε πώς, δεν το είχε ξανακάνει ποτέ στη ζωή της. Έπρεπε να μάθει να βλέπει τον κόσμο αλλιώς. «Τα μάτια μου…», φώναξε ένα βροχερό αυγουστιάτικο πρωινό, «Πρέπει τα μάτια μου να δουν τον κόσμο των άλλων!». Κι από τότε τα μάτια της άλλαξαν. Το ένα παρέμεινε γαλάζιο για να μπορεί να βλέπει σαν βασίλισσα. Το άλλο έγινε καστανό, για να μπορεί να βλέπει τον κόσμο όχι σαν βασίλισσα. Από τότε επέλεξε να ζει ανάμεσα σε δύο κόσμους με διαφορετικές αποχρώσεις. Το μόνο κοινό ανάμεσά τους ήταν η αγάπη τού αγοριού και οι αγαπημένες της φράουλες. Το ίδιο φανταχτερά κόκκινες και στους δύο κόσμους, η απόχρωσή τους δεν άλλαζε, παρέμενε πάντοτε η ίδια ανεξάρτητα με το ποιο από τα δυο της μάτια έβλεπε η ψυχή της! Ίσως και η καρδιά της!

_

Ο πίνακας Pure είναι της εικαστικού Σοφίας Βλαχογιάννη

_

Από το άρθρο

Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως δεν είχε παλέψει ποτέ. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση και δεν ήξερε […]

Διαβάστε κι αυτά

Μικρές ιστορίες
Η πέτρα κάτω από το χιόνι
Η πέτρα κάτω από το χιόνι

Η πέτρα κάτω από το χιόνι

Σαν νύχτωσε, ο μπαρμπα-Θανάσης είχε ακόμα καρφωμένο το βλέμμα του στο χιόνι που δεν είχε σταματήσει να πέφτει από το προηγούμενο βράδυ. Δίπλα του καθόταν μια άγνωστη γυναίκα που τον κοιτούσε με μάτια κατακόκκινα. Δεν της έδωσε σημασία, την προσοχή του την είχε στραμμένη στα νερά του ποταμού που έτρεχαν γρήγορα πια και μανιασμένα, λες και βιάζονταν να κατεβούν στον κάμπο μια ώρα αρχύτερα και χαλνούσαν με τη βοή τους την ησυχία του δειλινού. Το γεφύρι ήταν άδειο, σαν τις σκέψεις του.

Μικρές ιστορίες
Αχρείαστοι ήρωες
Αχρείαστοι ήρωες

Αχρείαστοι ήρωες

Έκλαψα δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσα. Δεν μπορεί, όπου κι αν είναι θα με ακούσει και θα γυρίσει. Γι’ αυτό κι έκλαιγα συνέχεια και δεν ήθελα να παίξω. Κοίταξα τη λάμπα ψηλά στο ταβάνι κι ήθελα να έρθει ο μπαμπάς να με πετάξει ψηλά. Όσο πιο ψηλά μπορούσε για να ακουστεί το κλάμα μου μακριά, να το ακούσει η μαμά. Δεν μπορεί, θα με ακούσει, σκέφτηκα. Εμείς οι ήρωες άλλωστε κλαίμε δυνατά!