Ο αστερισμός του Μικρού Δράκου
Ο Ιορδάνης ποτέ δεν κέρδισε τον Αλέξη στο παιχνίδι με τις πινακίδες των αυτοκινήτων. Κέρδισε όμως έναν πολύ καλό φίλο.
Ο Ιορδάνης ποτέ δεν κέρδισε τον Αλέξη στο παιχνίδι με τις πινακίδες των αυτοκινήτων. Κέρδισε όμως έναν πολύ καλό φίλο.
Σαν νύχτωσε, ο μπαρμπα-Θανάσης είχε ακόμα καρφωμένο το βλέμμα του στο χιόνι που δεν είχε σταματήσει να πέφτει από το προηγούμενο βράδυ. Δίπλα του καθόταν μια άγνωστη γυναίκα που τον κοιτούσε με μάτια κατακόκκινα. Δεν της έδωσε σημασία, την προσοχή του την είχε στραμμένη στα νερά του ποταμού που έτρεχαν γρήγορα πια και μανιασμένα, λες και βιάζονταν να κατεβούν στον κάμπο μια ώρα αρχύτερα και χαλνούσαν με τη βοή τους την ησυχία του δειλινού. Το γεφύρι ήταν άδειο, σαν τις σκέψεις του.
Έκλαψα δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσα. Δεν μπορεί, όπου κι αν είναι θα με ακούσει και θα γυρίσει. Γι’ αυτό κι έκλαιγα συνέχεια και δεν ήθελα να παίξω. Κοίταξα τη λάμπα ψηλά στο ταβάνι κι ήθελα να έρθει ο μπαμπάς να με πετάξει ψηλά. Όσο πιο ψηλά μπορούσε για να ακουστεί το κλάμα μου μακριά, να το ακούσει η μαμά. Δεν μπορεί, θα με ακούσει, σκέφτηκα. Εμείς οι ήρωες άλλωστε κλαίμε δυνατά!
Όλα μπορούσε να τα ανεχτεί, να την πουν ανεπρόκοπη όμως όχι, καλύτερα να την έθαβαν ζωντανή αγκαλιά με τον ίδιο τον Διάολο αυτοπροσώπως!
‘Δάκρυσε αν θες αλλά μην κλάψεις», της είπα, «Μην κλάψεις σε παρακαλώ. Σήκωσε το κεφάλι σου ψηλά, και πάμε. Μην κάψει η φωτιά και την περηφάνεια μας.
Οι πρωτοχρονιές μου θα κρατούν αιώνια. Όχι γιατί μου αρέσουν τα φώτα κι οι ευχές αλλά γιατί εκείνο το άτακτο παιδί μέσα μου αρνείται να μεγαλώσει. Και κάθε πρωτοχρονιά το αφήνω ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει. Αρκεί να μη μεγαλώσει, να μην ενηλικιωθεί!
Η φυλακή αυτή ελευθέρωσε τα συναισθήματά μου. Κάποιος μού ψιθύρισε μια μέρα πως σχεδίαζε να αποδράσει, του απάντησα πως θέλω να εκτίσω την ποινή μου, πως η απόδραση από τον κόσμο των ονείρων είναι ένα μεγάλο λάθος, ίσως το μεγαλύτερο απ’ όλα τα μεγάλα λάθη. Θέλω να αφήσω την τελευταία μου πνοή να την πάρει το τελευταίο όνειρό μου και να την πάει εκεί που πάνε οι τελευταίες ανάσες.
Αργότερα παραδοθήκαμε αυτοθέλητα στη λαγνεία μερικών τετραγωνικών μέτρων χώματος πίσω από τους φράκτες που ορθώσαμε για να ξεχωρίσει ο ένας απ’ τον άλλον. Πουλήσαμε το αδιανόητο, τη γη, το νερό, το μέλλον. Βγάλαμε από την εξίσωση τα σημαντικά και κρατήσαμε τα ασήμαντα. Πού είναι τούτες οι άγιες λέξεις πια; Πού είναι το φιλότιμο; Πού η θαλπωρή και πού η άμιλλα; Ό,τι δεν μεταφράζεται στη γλώσσα των αργυραμοιβών το ξεχάσαμε, το πετάξαμε στη θάλασσα για να λησμονηθεί, γι’ αυτό χάθηκε η αλμύρα της.