Μικρές ιστορίες

Η πέτρα κάτω από το χιόνι

Ήταν η δεύτερη φορά που χιόνιζε εκείνη τη χρονιά. Το απαλό άσπρο που έσβηνε τα χρώματα έξω από το παράθυρο γαλήνευε την ψυχή του. Παρατηρούσε με τις ώρες, σα μαγεμένος θαρρείς, τις ανάλαφρες νιφάδες να πέφτουν πότε πάνω στα γυμνωμένα δέντρα, πότε μέσα στο παγωμένο ποτάμι που κυλούσε ράθυμα κάτω από το θολωτό πέτρινο γεφύρι και πότε πάνω στις σκεπές των σπιτιών που πάλευαν να ζεσταθούν ξεφυσώντας καπνό από τις πυρωμένες καμινάδες τους. Το τοπίο ησύχαζε και ηρεμούσε κάθε φορά που χιόνιζε στο μικρό χωριό, το ίδιο και οι άνθρωποι που άφηναν τις πλατείες και τα σοκάκια αδειανά, μονάχα κάτι αδέσποτα σκυλιά τριγύριζαν εδώ κι εκεί ψάχνοντας για καταφύγιο.

Αχρείαστοι ήρωες

Όσο πιο ψηλά μπορούσε για να ακουστεί το κλάμα μου μακριά, να το ακούσει η μαμά. Δεν μπορεί, θα με ακούσει, σκέφτηκα. Εμείς οι ήρωες άλλωστε κλαίμε δυνατά!

Να βλέπω το Θεό…

Όλα μπορούσε να τα ανεχτεί, να την πουν ανεπρόκοπη όμως όχι, καλύτερα να την έθαβαν ζωντανή αγκαλιά με τον ίδιο τον Διάολο αυτοπροσώπως!

Εκκενώστε τη ζωή σας…

Δάκρυσε αν θες αλλά μην κλάψεις. Μην κλάψεις σε παρακαλώ. Σήκωσε το κεφάλι σου ψηλά, και πάμε. Μην κάψει η φωτιά και την περηφάνεια μας. Πάμε κυρα-Πηνελόπη, κι αύριο θα ξημερώσει πάλι…