Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουνε, ίσως, κάποιο θάμα[1]! Αυτές οι λίγες λέξεις από τους στίχους του Βάρναλη, για τις οποίες ζητούμε να μας συγχωρεθεί η αλλαγή του προσώπου στο ρήμα, θα μπορούσαν να περιγράψουν με απόλυτη ακρίβεια την αστοχία τής πολιτικής προστασίας να διαφυλάξει τη χώρα από τα έντονα καιρικά φαινόμενα, τις πλημμύρες αλλά και τις εξόχως καταστροφικές πυρκαγιές που σημειώθηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα. Ενδεχομένως δε, να περιγράφουν και την ίδια την, αποδεδειγμένη πια, αγνωσία τής πολιτικής σε κεντρικό αλλά και σε αυτοδιοικητικό επίπεδο ενώπιον των δυνητικών κινδύνων των προερχόμενων από τα ακραία φυσικά φαινόμενα. Καταδείχτηκε περίτρανα, όπως τραγικά φανέρωσε η μανιώδης αλογία των καταστροφών, η αδυναμία τής πολιτικής να διαχειριστεί τους κινδύνους αφού η στρατηγική για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών απέτυχε. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι ο σχεδιασμός της πρόληψης πρέπει να αλλάξει. Αλλά από ποιους, όταν μέχρι τούτη την ώρα ουδείς έχει αναλάβει τις ευθύνες του;
Η πολιτική δειλία, ίσως και η ατολμία, εν όψει του ενδεχόμενου απώλειας του πολιτικού οφίκιου, έχει αλλοιώσει το ίδιο το νόημα της ευθύνης, την οποία, δυστυχώς, η πλειονότητα των πολιτικών με ανερμάτιστη ευκολία απεκδύεται εφευρίσκοντας λογιών λογιών επικοινωνιακά αφηγήματα, όπως εν προκείμενω της κλιματικής αλλαγής, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αναχθεί η αποτυχία σε ένα αναπόφευκτο και ντετερμινιστικό γεγονός. Όσο σημαντικό όμως είναι η πολιτική να παράγει πολιτισμό, άλλο τόσο σημαντικό είναι και να τον διαφυλάσσει αλλά και να τον προστατεύει. Η χρήση αφηρημένων υποκατάστατων της πραγματικότητας προς δικαιολόγηση αστοχιών, αβλεψιών και αποτυχιών υποβαθμίζει και εκβαρβαρίζει την ίδια την ουσία τής πολιτικής και την απομονώνει επικίνδυνα από την κοινωνία. Ευθύνη άλλωστε δε σημαίνει αναγνώριση λάθους αλλά αποφυγή τού λάθους με την ενδεδειγμένη προετοιμασία στον κατάλληλο χρόνο.
Η πολιτική, τόσο σε επίπεδο κυβέρνησης όσο και τοπικής αυτοδιοίκησης, μοιάζει να έχει πάρει διαζύγιο από τον πραγματικό της ρόλο και να έχει μετεξελιχθεί στην πληθωρικά συνθηματολογική τέχνη της διεκδίκησης του εξουσιαστικού θώκου. Η κορύφωση άλλωστε της πολιτικής σκέψης, όπως εν πολλοίς διαπιστώνεται από τη βιωματική μας περί των πραγμάτων αντίληψη, σημειώνεται την προεκλογική περίοδο αντί της μετεκλογικής, όπως θα ήταν λογικό να συμβαίνει. Την ίδια στιγμή, ο εντοπισμός καίριων και σημαντικών προβλημάτων καθώς και η αναζήτηση επαρκών και βιώσιμων λύσεων δεν ανατίθεται σε ειδήμονες με σοβαρή επιστημονική επάρκεια αλλά σε επαγγελματίες της πολιτικής με το επιχείρημα ότι οι πολιτικοί είναι αυτοί που πρέπει να αποφασίζουν (ενίοτε μάλιστα χωρίς να φέρουν και την ευθύνη των αποφάσεών τους!). Τούτη η καθοριστική πολιτική επιλογή είναι βεβαίως απολύτως θεμιτή μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας της Δημοκρατίας, αρκεί όμως να αρθρώνεται και να συγκροτείται στη βάση της ρεαλιστικής επιστημονικής (και τεχνοκρατικής) αντίληψης και όχι στη βάση προσωπικών εξυπηρετήσεων, ιδεολογημάτων, συνθηματολογιών και ουτοπικών αντιλήψεων που καθίστανται ανεφάρμοστες στην πρακτική υιοθέτησή τους. Απαιτείται δηλαδή υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν πολιτικής καλλιέργειας ώστε η ex officio φέρουσα ευθύνη να γίνει αυτονοήτως και πολιτική αυτοσυνείδηση σε υπουργούς, περιφερειάρχες και δημάρχους.
Η κλιματική αλλαγή έχει γίνει αιτία καινοφανών και δραματικά ακραίων φυσικών φαινομένων. Τούτο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία πολιτικής ανεπάρκειας ή απραξίας, αντιθέτως, θα έπρεπε αυτομάτως να προκαλέσει εδώ και χρόνια την εκ βάθρων τροποποίηση και υιοθέτηση νέων και αποδοτικότερων προδιαγραφών ασφάλειας, χρησιμότητας και χρηστικότητας των τεχνικών έργων και εν γένει των ανθρώπινων παρεμβάσεων στο φυσικό και αστικό περιβάλλον. Η πολιτική άλλωστε δεν πρέπει να αμύνεται μπροστά στις προκλήσεις των καιρών, της φύσης και του μέλλοντος αλλά οφείλει εκ των πραγμάτων να προετοιμάζεται γι’ αυτό. Η μικροπολιτική, η πολιτική ένδεια και η πολιτική δειλία δεν χωρούν πια στην εποχή μας, στην εποχή των δραστικών κλιματικών αλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο. Και ουδείς πολιτικός δικαιολογείται πια να αμείβεται (υλικά, ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά) απλώς για τη θέση που κατέχει και όχι για το έργο που παράγει. Γιατί δεν είναι η κλιματική αλλαγή που καταστρέφει και σκοτώνει, είναι η έλλειψη πρόβλεψης, η ατελής προετοιμασία, τα λάθη και οι παραλείψεις. Κι επειδή θαύματα δεν συμβαίνουν κάθε μέρα, ας μην μάταια τα προσμένουμε ειδικά από δειλούς, μοιραίους κι άβουλους αντάμα…
[1] Από το ποίημα «Μοιραίοι» του Κώστα Βάρναλη. Έχει γίνει τροποποίηση του ρήματος ‘προσμένω’ από το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (‘προσμένουμε’) στο τρίτο πληθυντικό (‘προσμένουνε’) για τις ανάγκες του άρθρου.