Σε μια κουρασμένη κοινωνία όπως αυτή του δυτικού κόσμου, σε μια κοινωνία που θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει μεταιχμιακής ηλικίας, ξεγυμνωμένη από αξίες και χωρίς κάποιο σαφή στόχο, είναι σχεδόν βέβαιο πως ο πολίτης μη έχοντας μια στέρεη βάση ιδανικών θα αναζητήσει εναγωνίως ινδάλματα προκειμένου να ταυτιστεί. Να χαράξει την πορεία στο αύριο σύμφωνη με την πορεία εκείνων που θαυμάζει. Δεν είναι άλλωστε εύκολο πράγμα να δώσει κανείς μορφή στα όνειρά του όταν στερείται προτύπων. Ούτε να δώσει υπόσταση στην κενή και μονοσύλλαβη ζωή του όταν κάθε αύριο μοιάζει απελπιστικά ίδιο με το χθες.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τη στιγμή που η ελληνική κοινή γνώμη σάστισε μπροστά στην είδηση ότι η κυρία Αντωνιάδου ως επιστημονική αξία ίσως να μην είναι αυτό που μέχρι εχθές πίστευε. Όχι μόνο η κοινωνία της Ελλάδας αλλά και ένα μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου συνειδητοποίησε μέσα σε μια στιγμή πως είναι απολύτως δυνατόν να χτιστεί με εξαιρετική άνεση μια επίπλαστη πραγματικότητα η οποία να εκληφθεί ως αληθινή. Την ίδια ακριβώς στιγμή, χωρίς δεύτερη σκέψη, το ίνδαλμα του χθες έγινε το θύμα του σήμερα στην αρένα της κρίσης και της επίκρισης. Όλοι εμείς οι αναμάρτητοι ρίξαμε το λίθο της καταδίκης όχι γιατί στ’ αλήθεια θελήσαμε να βάλλουμε εναντίον του συγκεκριμένου ανθρώπου, αλλά επειδή νιώσαμε προδομένοι από το ίδιο το σύστημα των αξιών που δημιουργήσαμε και πιστεύουμε δογματικά πια. Ταυτόχρονα, κι αυτό λειτούργησε ως μια πρόσκαιρη βαλβίδα εκτόνωσης, ξεσπάσαμε βουβά και υποσυνείδητα απέναντι στην αλυσίδα της σκλαβιάς που περασμένη από άνθρωπο σε άνθρωπο έχει κυκλώσει τον πλανήτη, που σβήνει τις λέξεις, που κάνει τους ανθρώπους βουβούς και μοναχικούς, που ενισχύει τη δύναμη της νύχτας μέσα στην αλήθεια. Η αλυσίδα αυτή δεν είναι άλλη από τη δικτατορία της εικόνας και του φαίνεσθαι που έχει επιβληθεί στις κοινωνίες μας κι έχει καλλιεργηθεί μέσα από τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα. Το ατομικό φαίνεσθαι και η προβολή τού ‘είναι’ μας αποτελεί πια θέσφατο και «ιερή» υποχρέωση για καθένα από εμάς στις μέρες μας κι ας είναι στηριγμένο ενίοτε σε πήλινα πόδια. Ένας ξέφρενος και μαζικός ψυχαναγκασμός, απόρροια των ανεκπλήρωτων ονείρων που κοστίζουν πολύ σε ιδρώτα για να γίνουν πραγματικότητα αληθινή. Θεέ μου, σε τι κίβδηλη πραγματικότητα ζούμε πια…
Παραπλανημένες κοινωνίες και κόσμος που βραδιάζει, μιλάμε μια καινοφανή γλώσσα πια που δεν έχει αλφάβητο αλλά στηρίζεται μονάχα σε ό,τι δείχνουμε. Θαρρεί κανείς πως έχουμε βάλει τη ζωή μας σε μια βιτρίνα και πασχίζουμε να τη γεμίσουμε με ψεύτικα στολίδια μιας και τα αληθινά απαιτούν κόπο για να αποκτηθούν, μάθαμε άλλωστε να αποζητάμε τα εύκολα και την άνεση του καναπέ. Κι όσο οι άνθρωποι απ’ έξω θαυμάζουν τη βιτρίνα και την ουτοπία μας τόσο περισσότερα πλαστικά και φτηνιάρικα στολίδια προσθέτουμε αποδίδοντας ημών αυτών ενίοτε και τίτλους που δικαιωματικά δεν μας ανήκουν. Περιμένουμε έναν έρωτα ανύπαρκτο κι αυτοθέλητα ρίχνουμε λάδι σε μια φωτιά που τελικώς θα μας κάψει, αδιαφορώντας για τις συνέπειες αλλά και για την ίδια την αλήθεια. Κι όταν κάποιο παραμύθι ξεσκεπάζεται, οι πρωταγωνιστές των υπόλοιπων παραμυθιών σπεύδουν να καταδικάσουν. Αλλά τι καταδικάζουν στην πραγματικότητα; Την ανήθικη πράξη της οικειοποίησης ξένων αξιών ή, ασυνείδητα έστω, την ίδια τη δική τους την υποταγή στις επιταγές του φαίνεσθαι; Κι αν το ερώτημα τούτο μοιάζει ρητορικό καλό θα είναι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Δεν είναι πρέπον άλλωστε για κανέναν πολίτη του τόπου μας να είναι ρίψασπις μπροστά στην ευθύνη της δημιουργίας του μέλλοντός του. Σίγουρα ο εύκολος δρόμος δεν είναι πάντα και ηθικός, ο ηθικός όμως είναι πάντα σίγουρος.