Στην Αυτοδιοίκηση δεν αρκεί μόνο να έχει κάποιος ρεαλιστική επίγνωση της πραγματικότητας που αφορά στον τόπο του. Δεν αρκεί μόνο να έχει όραμα. Ούτε καν λεπτομερές, ολοκληρωμένο και κοστολογημένο σχέδιο. Πρέπει, και τούτο είναι εξόχως σημαντικό, να γνωρίζει και τον τρόπο με τον οποίο οι ιδέες του μπορούν να εφαρμοστούν και να γίνουν πραγματικότητα μέσα στο ισχύον νομικό, οικονομικό και ελεγκτικό πλαίσιο, προκειμένου να αποφύγει ουσιώδη λάθη και αποφασιστικές αστοχίες δαπανώντας πολύτιμο αυτοδιοικητικό χρόνο. Η Αυτοδιοίκηση άλλωστε, δεν είναι μια ανεπίγνωστη ή αόριστα εμπειρική δραστηριότητα, όπως εσφαλμένα μπορεί να εκληφθεί λόγω της εγγύτητάς της με τον διοικούμενο και της σχετικής ευκολίας με την οποία κάποιος μπορεί ενεργά να ασχοληθεί. Το βαθύ διοικητικό της υπόβαθρο πρέπει να μελετηθεί με επιμέλεια, να γνωσθεί και να κατακτηθεί προκειμένου να αποκτήσει κάποιος τη θεμελιακή ικανότητα να τολμήσει, κατ’ αρχάς, να ζητήσει την ψήφο των συμπολιτών του. Απλή κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της Αυτοδιοίκησης δεν σημαίνει γνώση του τρόπου λειτουργίας της, πολύ δε περισσότερο δεν πιστοποιεί την αυτοδιοικητική επάρκεια κανενός.
Ο προφανής αντίλογος στα ανωτέρω είναι βεβαίως το γεγονός ότι για το νομικό, οικονομικό και διοικητικό κομμάτι της Αυτοδιοίκησης υπάρχουν οι υπηρεσίες και οι ειδικοί και επιστημονικοί συνεργάτες που προσλαμβάνονται γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Όμως, οι, εν πολλοίς, υποστελεχωμένες πια υπηρεσίες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οι υπερφορτισμένοι, εκ των πραγμάτων, με πολλές αρμοδιότητες υπάλληλοι, δεν μπορούν να εγγυηθούν την έγκαιρη και απρόσκοπτη εφαρμογή του πολιτικού οράματος και του σχεδίου της αυτοδιοικητικής αρχής χωρίς τη δική της διοικητική καθοδήγηση. Πέραν όμως τούτου, είναι αυτονόητο ότι η οποιαδήποτε διοικητική ανεπάρκεια του αυτοδιοικητικού πολιτικού προσωπικού, μοιραία, δημιουργεί σχέσεις απόλυτης εξάρτησης με το προσωπικό των ΟΤΑ, καθιστώντας κάθε όραμα υποχείριο των υπηρεσιακών παραγόντων και κάθε πρωτότυπο πολιτικό σχέδιο βορά στη γραφειοκρατική διάθεση της υπαλληλικής ιεραρχίας.
Το ιδεολογικό ζητούμενο στην Αυτοδιοίκηση, όποιο κι αν είναι αυτό, οφείλει να υπηρετεί πρωτίστως την κοινή ανάγκη και τον κοινό βίο των πολιτών. Το υφάδι της Αυτοδιοίκησης άλλωστε, είναι αυτό που μακροπρόθεσμα θεμελιώνει τη λειτουργική συνέχεια της τοπικής κοινωνίας, των θεσμών της, αλλά και το δικαίωμά της στο μέλλον. Πλην όμως, λειτουργώντας έτσι όπως η εμπειρία καταδεικνύει τα τελευταία χρόνια, με όρους δηλαδή άκρατου ατομοκεντρισμού, η Αυτοδιοίκηση υποβαθμίζεται με ορατό τον κίνδυνο η χρησιμότητα της να εκλαμβάνεται ως χρησιμοθηρία και η συμμετοχή στα κοινά ως προσωπική κοινωνική ανέλιξη. Η επικίνδυνη αμεριμνησία του πολιτικαντισμού δεν είναι συμβατή ούτε με το θεσμικό ρόλο της Αυτοδιοίκησης ούτε με την ενάργεια που πρέπει να τη διακρίνει. Το ίδιο σημαντικά ασύμβατη είναι η διοικητική αγνωσία αλλά και ο εμπειρισμός. Η παραλυτικά μικρονοϊκή αντίληψη ότι τοπική αυτοδιοίκηση σημαίνει νομή εξουσίας χωρίς το αντίστοιχο γνωσιακό υπόβαθρο, ούτε μπορεί ούτε πρέπει να αποτελεί πολιτικό κανόνα, αν βεβαίως ο στόχος είναι οι Οργανισμοί της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να λειτουργούν ορθολογικά όντως ως σύγχρονοι οργανισμοί στο πλαίσιο και στα πρότυπα των ευρωπαϊκών δεδομένων. Είναι όμως νοητό το… αυτονόητο;