Μικρές ιστορίες
Όταν η θάλασσα έχασε την αλμύρα της

Όταν η θάλασσα έχασε την αλμύρα της

Αργότερα παραδοθήκαμε αυτοθέλητα στη λαγνεία μερικών τετραγωνικών μέτρων χώματος πίσω από τους φράκτες που ορθώσαμε για να ξεχωρίσει ο ένας απ’ τον άλλον. Πουλήσαμε το αδιανόητο, τη γη, το νερό, το μέλλον. Βγάλαμε από την εξίσωση τα σημαντικά και κρατήσαμε τα ασήμαντα. Πού είναι τούτες οι άγιες λέξεις πια; Πού είναι το φιλότιμο; Πού η θαλπωρή και πού η άμιλλα; Ό,τι δεν μεταφράζεται στη γλώσσα των αργυραμοιβών το ξεχάσαμε, το πετάξαμε στη θάλασσα για να λησμονηθεί, γι’ αυτό χάθηκε η αλμύρα της.

Διανυκτέρευση

Διανυκτέρευση

Ζεις μέρα με τη μέρα αναζητώντας την ημερομηνία λήξης σου. Κάπου είναι γραμμένη αλλά δεν τη βλέπεις, την ψάχνεις όμως, η ορμή δεν σταματά, θέλεις να γευτείς αυτό που δεν γνωρίζεις, όλα τα άλλα δε σε γεμίζουν πια. Να γίνεις ο Αδάμ και να δαγκώσεις το μήλο, να πέσεις βαθιά στην αμαρτία μήπως κι αναστηθείς κάποια στιγμή, οι αθάνατοι άλλωστε δεν έχουν να περιμένουν δεύτερη ζωή. Κι αναρωτιέσαι τελικά αν ζεις εσύ ή ο αντίλαλός σου.

Φωτιά…

Φωτιά…

Κατεβαίνω από τον έβδομο ουρανό κι όλα μοιάζουν πως ακολουθούν πια την αντίστροφη πορεία. Ανάβω τσιγάρο και χαζεύω το κόκκινο στα φανάρια της λεωφόρου που έχει αρχίσει να ξυπνά…