Φόρα με.

Φόρα με.
Να θρυμματιστώ 
στου κορμιού σου την κόψη.

Της ψυχής σου
το ρίγος ν’ αγγίξω
το κόκκινο.

Στις φωτιές του Αϊ Γιάννη
ν’ ανεμίσω μαζί σου
τις κρυφές μου στιγμές.

Φόρα με.
Να κουρσέψω το κύμα.
Να λύσω τον άνεμο.

Να λύσω τον άνεμο.

Αν η κοινωνία είναι ένα μεγάλο ψηφιδωτό, όλοι οι άνθρωποι που την αποτελούν είναι οι ψηφίδες της. Δυο μονάχα λείπουν από το σύνολο, οι δάσκαλοι που ο ρόλος τους είναι να τοποθετούν τις ψηφίδες στη σωστή θέση κι οι ποιητές που, αποστασιοποιημένοι από αυτή αλλά συνάμα και μέσα από αυτή, της προσθέτουν εικόνες αφαιρώντας λέξεις. Δεν είναι βεβαίως όλοι οι ποιητές έτσι, η Μαρία Σκουρολιάκου όμως δεν είναι υπερβολή αν ισχυριστεί κανείς πως τιμά επάξια τον τίτλο του ποιητή. Του ποιητή που αφουγκράζεται την κοινωνία και γράφει γι’ αυτή, που είναι μέσα στα πράγματα και πατά γερά τα πόδια του στη γη και το σήμερα, που κοιτάζει τον άνθρωπο στα μάτια και γράφει γι’ αυτόν.

Μια μέρα

Ανοιγοκλείνουν οι καρδιές με πάταγο
μες τις ασπρόμαυρες διαδρομές της μέρας.
Προσοχή στο κενό.

Ασφαλισμένοι σ’ έναν καναπέ μετά,
μασάμε άνοστο ψωμί
ακούοντας μακρινούς θανάτους.

Πίνουμε υπνωτικό νερό
από χλλωριωμένες σκέψεις.
Να δούμε όνειρα χρωματιστά.

Σώματα ξεφυλλίζουμε στη λήθη
και το ξημέρωμα
φοράμε τη στολή της μάχης.

Μια μέρα
θα ζωγραφίσω στο κορμί σου
τις παραστάσεις της ασπίδας του Αχιλλέα.

Όταν πιάνει κανείς μια ποιητική συλλογή στα χέρια του εκείνο που αποζητά είναι να χαθεί μέσα σε πλούσιες εικόνες που παράγονται από λιτά λόγια κι όχι από πολύπλοκες περιγραφές που θέτουν όρια και περιορισμούς. Η ποιήτρια Σκουρολιάκου κρατά στο χέρι της ένα σχεδόν μαγικό μολύβι που με την αφαιρετικότητα και τη δεξιοτεχνία του παράγει έντονες σκέψεις στο μυαλό του αναγνώστη της.

Ο Μάης

Κοίτα!
Ο Μάης κεντα τις παπαρούνες
κι ανθίζει φλέβα ανοιχτή.
Άνεμος κρημνοβάτης φυσά τη λέξη ‘θαύμα’
στο θράσος του καιρού αντίπαλη κραυγή

Θυμήσου.
Ο Μάης έρχεται απ’ τους αιώνες.
Όπως το αίμα, όπως η ζωή.
Μια γη ολόσωμη κόκκινο χρώμα
παραδομένη μ’ ένα φιλί.

Άκου.
Η καρδιά κεντά τις παπαρούνες.
Σιωπές υφαίνει τις άλικες φωνές,
να ντύσουν όποια φτάνει Ανάσταση.
Κι ας είναι η λέξη της
κλεμμένη από ληστές. 

Η ποίηση είναι ένα κομμάτι της Τέχνης που εύκολα κανείς μπορεί να παρασυρθεί σε λανθασμένους λογισμούς καθώς τη μελετά. Το μυαλό του ποιητή ενίοτε είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί, ειδικά από κάποιον που είναι απαίδευτος κι αμύητος στην ποίηση. Ίσως, θα έλεγε κανείς, εκεί να είναι και η μαγεία της. Στην περίπτωση όμως της ποιητικής συλλογής Χρώμα Αύριο θα μπορούσαμε με μεγάλη σιγουριά να θεωρήσουμε πως η ποιήτρια θέλοντας να καταστήσει όλους τους ανθρώπους κοινωνούς των σκέψεών της, δίνει απλόχερα τον εσωτερικό της κόσμο και τον σκιαγραφεί έντονα στις σελίδες του με τρόπο άμεσα καταληπτό και χωρίς τεχνηέντως περίπλοκες σπουδές. Με λόγο μεστό και γεμάτο νόημα, η Μαρία Σκουρολιάκου δε στέκεται μόνο στην επιφάνεια σε όλα όσα πραγματεύεται αλλά κάνει ένα βήμα πιο πέρα, εισέρχεται στο βάθος και την ουσία τους. Και το επιτυγχάνει αυτό με τρόπο εξαιρετικό και δυσεύρετο στις μέρες μας πια.

Οι λέξεις

Οι λέξεις δεν ακούνε πιά.
Σάλεψαν τα νοήματά τους
από τις κατά συρροήν ασέλγειες
απ’ τους σεισμούς των πολλαπλών ερμηνειών
και τη σφαγή ομνύοντας στ’ όνομά τους.

Τις λεν σωστά μονάχα τα παιδιά
κρατώντας τες σφιχτά απ’ τα μισά τους
γράμματα
Κι οι ποιητές τις άγιες νύχτες
που τις φωλιάζουν στοργικά
στα καταφύγια
σκουπίζοντας το αίμα των πληγών

Έξω στις σκοτεινές τις μέρες
Νέρωνες κλώνοι καίν τον άνθρωπο

Τα ποιήματα της συλλογής, γραμμένα με καρδιά και ψυχή, είναι σχεδόν αδύνατον να αφήσουν τον αναγνώστη αδιάφορο, το αντίθετο θα λέγαμε πως συμβαίνει. Η ένταση των λέξεων και των στίχων έχει τέτοια δύναμη που, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα μαγνητίσουν τον αναγνώστη. Η ποιητική συλλογή Χρώμα Αύριο της Μαρίας Σκουρολιάκου δεν μπορεί παρά να αποτελέσει το στολίδι σε μια βιβλιοθήκη αλλά και στις σκέψεις όλων όσων ρίξουν τη ματιά τους σ’ αυτή!