Άκουσα τη νύχτα να έρχεται και κρύφτηκα μέσα στις σκιές του αμαρτωλού εαυτού μου, περίμενα ανυπόμονα να σβήσει και το τελευταίο φως από τον ορίζοντα για να χαθεί κάθε υποψία από τον άνθρωπο που έχει αρχές, ήθος, θρησκεία και βγήκα στο δρόμο. Η βροχή έπεφτε με ορμή, μανιασμένη κι αυτή σαν τους ανθρώπους που δικάζουν χωρίς να ακούν, προσπαθούσε μάταια να φέρει την κάθαρση στα βρώμικα σοκάκια της πόλης. Τα φανάρια έσπερναν το κόκκινο χρώμα σ’ ολόκληρο το μήκος της λεωφόρου, το πράσινο δεν το κοιτάζει κανείς γιατί πρέπει να προχωρήσει γρήγορα μέχρι το επόμενο κόκκινο. Ο καπνός απ’ το τσιγάρο με πνίγει. Καπνίζω μόνο το βράδυ, κρατώ τις καλές συνήθειες για τη μέρα. Στρίβω στην Ιπποδρομίου και τρία στενά μετά, στον αριθμό 59 στρίβω και πάλι. Σβήνω τη μηχανή, σβήνω το τσιγάρο, σβήνω και κάθε ίχνος λογικής και κατεβαίνω από το αυτοκίνητο.
Το κουδούνι δε γράφει τίποτα σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα. Άδειο σαν τις μέρες που περνούν αδιάφορα όπως τα μαύρα καρέ στην αρχή της ταινίας. Πατώ το κουμπί κι η πόρτα ανοίγει χωρίς να ακουστεί καμία φωνή από την άλλη μεριά των καλωδίων. Προχωρώ, παλιά ήμουν διστακτικός, τώρα πια όχι. Ο ανελκυστήρας με ανεβάζει στον έβδομο όροφο, ξέρω πως το κατέβασμα θα είναι από τον έβδομο ουρανό. Χτυπώ την ξύλινη πόρτα. Ανοίγει. Βλέπω τα μπλε της μάτια πίσω από την κόκκινη μάσκα και νιώθω μια βαθιά μελαγχολία να συγκλονίζει το κορμί μου από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Είμαι έτοιμος να χαμογελάσω και να πω αντίο, μια ματιά στη μορφή της είναι αρκετή για να γεμίσει την ψυχή μου με συναισθήματα που δεν μπορώ να περιγράψω. Κρυώνω. Κλείνω την πόρτα πίσω μου κι αγγίζω τα κόκκινα χείλη της. Εκείνη μένει να με κοιτάζει με τα μπλε μάτια της χωρίς να αντιδρά. Περιμένει. Νιώθω πως απλώς είμαι ένα πιόνι πάνω σε μια σκακιέρα. Σφίγγω τα χείλη μου, θέλω να μιλήσω αλλά δεν υπάρχουν λέξεις. Η λογική έμεινε πίσω στο κλειδωμένο αυτοκίνητο να με περιμένει καρτερικά. Τα μάτια της φαίνονται σκληρά, το μπλε έχει γίνει πιο βαθύ. Τα χείλη της πιο λάγνα, το κόκκινο έχει γίνει σαν τη φωτιά που είναι έτοιμη να κάψει τα πάντα στο πέρασμά της…
Η φωτιά έκαψε τα πάντα στο πέρασμά της…
Κατεβαίνω από τον έβδομο ουρανό κι όλα μοιάζουν πως ακολουθούν πια την αντίστροφη πορεία. Ανάβω τσιγάρο και χαζεύω το κόκκινο στα φανάρια της λεωφόρου που έχει αρχίσει να ξυπνά. Όταν φτάνω στο σπίτι ο ήλιος ξεκινά την πορεία του στη μέρα. Κλείνω την πόρτα πίσω μου και γυμνώνομαι, φοράω τον καλό μου εαυτό, τις αρχές, το ήθος και τη θρησκεία μου, ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, πίνω έναν βιαστικό καφέ και ξεκινώ την πρωινή μου ζωή. Δικηγόρος. Η μηχανή τρέφεται με όνειρα και προσευχές γι’ αυτό φροντίζω να την ταΐζω με διαζύγια, με αστικές διαφορές, με όλα εκείνα που η ανθρώπινη μικροπρέπεια δεν επιτρέπει στα μάτια να δουν καθαρά περισσότερο από μισό μέτρο μακριά από την ανάσα μας. Κι όταν αφήνω πίσω μου τον μικρόκοσμο των δικαστηρίων αφουγκράζομαι τη νύχτα. Χάνομαι μέσα της βαθιά. Χάνομαι μέσα στα μπλε της μάτια. Αναρωτιέμαι αν κι εκείνη νιώθει το ίδιο, αν ως δικαστίνα είναι άτεγκτη με τον εαυτό της ή απλά με χρησιμοποιεί για να ικανοποιήσει τα ανομολόγητα πάθη της. Ή αν εγώ την χρησιμοποιώ για να κερδίζω τις υποθέσεις μου. Ή αν απλώς η νύχτα μας χρησιμοποιεί και τους δύο σαν πιόνια στην σκοτεινή της σκακιέρα. Δεν είμαι πια σίγουρος για τίποτα παρά μόνο για το γεγονός πως η μέρα με αφήνει αδιάφορο… Η φωτιά θα με κάψει…