Σε μιαν ουτοπία και σε έναν κόσμο ιδανικό τα όνειρα ίσως να μην έχουν θέση, η πραγματικότητα εκεί θα είναι σαν ένα όμορφο κυριακάτικο πρωινό. Αλλά οι ουτοπίες είναι λίγες κι εφήμερες, διαρκούν όσο μια ανάσα παρά κάτι. Από την άλλη, το ιδανικό είναι συνήθως δανεικό και θέλει μεγάλο χρεολύσιο για να το ξεπληρώσει κανείς. Κι έτσι ζούμε σ’ έναν παράδρομο του χρόνου, σκοτεινό συνήθως και πάντα στενό για να μην μπορεί να τον διαβεί εύκολα η ευκαιρία.
Η αστυνομία κάνει καλά τη δουλειά της, δεν αφήνει τα όνειρα να δραπετεύσουν από τη σκληρή φυλακή της καθημερινότητας. Νύχτα και μέρα δεκάδες όργανα της τάξεως τα φρουρούν και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να τα πλησιάσει, είναι κακούργημα στις μέρες μας η συναναστροφή με δαύτα. Διότι τα όνειρα είναι επικίνδυνα και μπορούν να προκαλέσουν πολλές ζημιές στο σύστημα, οι άνθρωποι κινδυνεύουν από αυτά, μας το έμαθαν άλλωστε στο σχολείο πως είναι εξόχως δηλητηριώδη. Ο τελευταίος που ήρθε σε επαφή με ένα από αυτά είχε τρομερές παρενέργειες, η μεγαλύτερη ήταν πως χαμογέλασε με την καρδιά του. Μερόνυχτα ολόκληρα πάσχιζαν να τον επαναφέρουν και χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο Τμήμα Επειγόντων της κοινωνίας για να συνέλθει. Τού χορηγήθηκαν τα ισχυρότερα φάρμακα, φόροι σε μεγάλες δόσεις πρωί και βράδυ, αναμονή στην ουρά της ανεργίας και στέρηση ελπίδας μέχρι νεοτέρας, μέχρι να αρχίσει το πρόσωπό του να γεμίζει με τις χαρακιές του χρόνου. Τρόμαξε να επιστρέψει στην κανονικότητα αλλά μόλις τα κατάφερε μπόρεσε να κατεβάσει τα μάτια χαμηλά και πάλι χωρίς κανένα πρόβλημα. Η λάσπη άλλωστε, όπως μας διαβεβαιώνουν καθημερινά από την τηλεόραση, είναι πιο όμορφη από τα ταξιδιάρικα σύννεφα.
Από εχθές τα δελτία ειδήσεων έχουν διαρκώς έκτακτη ενημέρωση. Ένα όνειρο δραπέτευσε κατά τη μεταφορά του στον ανακριτή, συνελήφθη γιατί προσπάθησε να κάνει ένα μικρό παιδί να δει το μέλλον του, ένα καλύτερο μέλλον. Συνελήφθη πάραυτα και οδηγήθηκε στο κρατητήριο. Αποδείχτηκε όμως σβέλτο και σκανδαλιάρικο κι έξω από τα δικαστήρια το έσκασε. Ολόκληρη η κοινωνία είναι ανάστατη, δόθηκε εντολή να μείνουμε όλοι κλεισμένοι στα σπίτια μας, η επικινδυνότητα είναι μεγάλη. Η αστυνομία χτενίζει την πόλη, μπαίνει στα σοκάκια, στους κοινόχρηστους χώρους, στα μουντά πάρκα και στις σκουριασμένες παιδικές χαρές και το αναζητά. Σε λίγο ίσως κηρυχθεί η περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Έχω αρχίσει και φοβάμαι. Δεν τολμώ ούτε να κοιτάξω από τη μικρή χαραμάδα στον τοίχο που χρησιμεύει για παράθυρο. Τα παράθυρα είναι κι αυτά παράνομα στις μέρες μας γιατί ενισχύουν τη φαντασία κι επιτρέπουν στον ήλιο να μπει χωρίς άδεια στο αποπνικτικό δωμάτιο.
Στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχε κάποτε ένας κήπος. Εκεί, μέσα από τα ξεραμένα λουλούδια, ξεγλίστρησε και κρύφτηκε το όνειρο. Η πίσω πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Εγκληματική η αμέλειά μου. Μόλις σκοτείνιασε την άνοιξε δειλά και μπήκε στο σπίτι. Με κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε. Πάγωσα, σαν να ήρθε όλο το κρύο του σύμπαντος μέσα στα πνευμόνια μου. Έμεινα ακίνητος να κοιτάζω το πάτωμα, δε με πείραζε πια καθόλου το σαράκι που έτρωγε το ξύλο χρόνια ολόκληρα. Όλους μάς τρώει το σαράκι άλλωστε αλλά αδιαφορούμε γιατί έστω κι αυτό κάτι αλλάζει μέσα μας και δε μένουμε στάσιμοι και ίδιοι. Φοβήθηκα. Δεν ήξερα αν πρέπει να πισωπατήσω και να βγω από την μπροστινή πόρτα τρέχοντας για να φωνάξω την αστυνομία ή να μείνω ακίνητος για να αποφύγω τα χειρότερα. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Ο ήχος από την τηλεόραση που προειδοποιούσε για το κακό που είχε συμβεί έφτανε στ’ αυτιά μου απειλητικός. Κάρφωσα το βλέμμα κάτω κι έμεινα ακίνητος, τα πόδια μου άλλωστε έπαψαν να με υπακούν. Εκείνο, το όνειρο, με πλησίασε με αργά αλλά σταθερά βήματα. «Μη φοβάσαι», μου είπε κι άπλωσε το χέρι του στον ώμο μου. Ένιωσα μια θερμή αύρα να με κατακλύζει. «Αν δε θες να μείνω μαζί σου, θα φύγω. Αρκεί να μου το ζητήσεις». Όσο ένιωθα το χέρι του να με ακουμπά ήταν σαν ένα βάρος να φεύγει από μέσα μου. «Όχι, όχι…» ψέλλισα κι έμεινα να απολαμβάνω τη στιγμή. Ύστερα με πλησίασε κι άλλο. Με έκλεισε στην αγκαλιά του και χάθηκε μέσα μου. Μεμιάς σήκωσα το κεφάλι και είδα την αντανάκλασή μου στον καθρέφτη να χαμογελά! Πανικοβλήθηκα, είχα μολυνθεί. Αλλά χαμογελούσα. Και μου άρεσε. Κάθισα στην ξεφτισμένη πολυθρόνα και γελούσα μέχρι το ξημέρωμα…
Η αστυνομία όλη τη νύχτα έψαχνε το δραπέτη. Άκουγα τις σειρήνες να σκίζουν το σκοτάδι ουρλιάζοντας. Αλλά δε με ένοιαζε πια, εγώ χαμογελούσα. Έκλεισα τα μάτια και το σκοτάδι έγινε φως. Είδα το αύριο φωτεινό και γεμάτο χρώματα. Και το μυαλό μου κύλησε σα χείμαρρος θαρρώ σε ένα άλλο σύμπαν, όμορφο όχι σαν και τούτο. Ένιωσα αγαλλίαση μα κι ενοχή μαζί, σαν το μικρό παιδί που κάνει αταξία. Ένιωσα ανάλαφρος. Ένιωσα πως έκλεψα για λίγο μια σταγόνα από τη δύναμη του θεού και μπορούσα να κάνω ό,τι θέλω. Ένιωσα. Απλώς ένιωσα. Εκείνο το κενό της κάθε μέρας που περνά και χάνεται για να έρθει η επόμενη αδειανή μέρα είχε χαθεί. Ήμουν πια γεμάτος. Όμορφα γεμάτος!
Άνοιξα τα μάτια και βγήκα στο δρόμο. Η αστυνομία με κατάλαβε αμέσως, όχι επειδή χαμογελούσα αλλά επειδή είχα το κεφάλι σηκωμένο ψηλά στον ουρανό. Τα σύννεφα ήταν εκπληκτικά εκείνη τη μέρα, λες και κάποιος τα είχε ζωγραφίσει στο μπλε του ουρανού για να τον κάνουν ακόμα πιο όμορφο. Με συνέλαβαν πριν το καταλάβω. Ο εισαγγελέας κι ο ανακριτής ήταν αμείλικτοι. Ομολόγησα αμέσως αλλά δε δέχτηκα απολύτως καμία θεραπεία. Η δίκη έγινε την επόμενη μέρα το πρωί με την κατηγορία της υπόθαλψης ονείρου. Η ποινή ήταν ισόβια κάθειρξη στη φυλακή υψίστης ασφαλείας, εκεί που κρατούν φυλακισμένα όλα τα όνειρα. Πέρασα την υπόλοιπη ζωή μου μακριά από γκρι της πόλης μέσα σε ένα πολύχρωμο κόσμο, με ήλιο ζωντανό που έκανε τις μέρες φωτεινές κι ενδιαφέρουσες. Χαμογελούσα χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια. Ό,τι ένιωθα φαινόταν στο πρόσωπό μου. Όλα τα αισθήματα ήταν εκεί, από το γέλιο μέχρι το κλάμα, ελεύθερα να καθορίζουν τις μέρες μου. Χαιρόμουν και λυπόμουν όποτε ήθελα, οι φύλακες νόμιζαν πως αυθαδίαζα απέναντί τους κι απέναντι στο σύστημα γι’ αυτό με έβαζαν διαρκώς στην απομόνωση μακριά από κάθε επαφή με τη μουντή τους καθημερινότητα. Πόσο τους ευχαριστώ γι’ αυτό! Η φυλακή αυτή ελευθέρωσε τα συναισθήματά μου. Κάποιος μού ψιθύρισε μια μέρα πως σχεδίαζε να αποδράσει, του απάντησα πως θέλω να εκτίσω την ποινή μου, πως η απόδραση από τον κόσμο των ονείρων είναι ένα μεγάλο λάθος, ίσως το μεγαλύτερο απ’ όλα τα μεγάλα λάθη. Θέλω να αφήσω την τελευταία μου πνοή να την πάρει το τελευταίο όνειρό μου και να την πάει εκεί που πάνε οι τελευταίες ανάσες. Οι ανάσες που έχουν χρώμα στα μάτια όσων ανασαίνουν ελεύθερα. Με κοίταξε με βλέμμα γκρίζο. Τον κοίταξα με βλέμμα βαθύ μπλε σαν του καλοκαιρινού ουρανού. Κι ύστερα λυπήθηκα για τους δραπέτες των ονείρων…