Είναι τουλάχιστον αφελές να προσπαθήσει κανείς να προβλέψει τα μελλούμενα, είναι όμως εξαιρετικά χρήσιμο να οριοθετήσει με αντικειμενικότητα τα γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί και με τρόπο γραμμικό να τα προβάλει στο μέλλον ώστε να μπορέσει να κατανοήσει τη λογική συνέχειά τους. Η προετοιμασία για το αύριο είναι εξόχως σημαντική τόσο για την ατομική όσο και για τη συλλογική εμπειρία καθόσον προλαμβάνονται προσωπικές αλλά και κοινωνικές αστοχίες και κακοτοπιές ενώ ταυτόχρονα ιεραρχούνται και εξυπηρετούνται ανάγκες και προτεραιότητες με τρόπο αποδοτικό. Τι, λοιπόν, θα μπορούσαμε λακωνικά να υποθέσουμε ότι θα συμβεί το 2023;
Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν κράτη, επιχειρήσεις και πολίτες τη νέα χρονιά είναι η διευθέτηση της ενεργειακής κρίσης. Αν αναρωτηθούμε πόση ένωση χωράει στην Ευρώπη και πόση Ευρώπη χωράει στην Ένωση, η απάντηση δυστυχώς θα είναι τραγικά απογοητευτική για τον (μη κοινό) ευρωπαϊκό ενεργειακό τομέα. Το κάθε κράτος μέλος ενεργεί ως μονάδα μέσα στο ευρωπαϊκό σύνολο, το οποίο σθεναρά αντιστέκεται στην προοπτική κοινών προμηθειών στην ενέργεια και ειδικότερα στην προμήθεια φυσικού αερίου, γεγονός που θα μπορούσε ίσως να έχει ως αποτέλεσμα τη δραματική πτώση της δαπάνης αυτής. Ο μεγάλος κίνδυνος που ελλοχεύει είναι η κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, το οποίο σε συνδυασμό με τις έντονες πληθωριστικές τάσεις θα οδηγήσει σε περαιτέρω φτωχοποίηση των ευρωπαίων με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας και την εκτίναξη των δεικτών της ανεργίας και της υποαπσχόλησης. Πέρα όμως από αυτό, το έντονο και πασίδηλο κλίμα ενεργειακής ανασφάλειας που θα κυριαρχήσει είναι πιθανόν να αποτελέσει έναν ισχυρό παράγοντα όξυνσης κοινωνικών αυτοματισμών αλλά και κοινωνικών ανισοτήτων.
Στην οικονομία τα πράγματα φαίνεται πως θα είναι δυσοίωνα, ειδικά στην Ελλάδα του 2023 και της παρατεταμένης -ενδεχομένως- προεκλογικής περιόδου. Η ανασφάλεια που θα δημιουργηθεί λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας, τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο του έτους, δεν ευνοεί ούτε την επιχειρηματικότητα ούτε βεβαίως τις επενδύσεις. Ταυτόχρονα, η κατασπατάληση πόρων, κατά την πάγια ελληνική τακτική, σε προεκλογικές παροχές, οι οποίες βεβαίως έχουν μηδενική αναπτυξιακή προοπτική, θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την ήδη αναιμική οικονομία της χώρας. Την ίδια στιγμή, τα ελληνικά προϊόντα δεν φαίνεται να έχουν ζήτηση και με δεδομένη και την αύξηση των επιτοκίων, θα καταστούν λιγότερο ανταγωνιστικά στο ιδιαίτερα απαιτητικό οικονομικό περιβάλλον. Είναι λοιπόν πιθανό να σημειωθεί μείωση της απασχόλησης και πάγωμα των επενδύσεων. Θετικότατο βέβαια είναι το γεγονός ότι εσχάτως μεγάλες εταιρείες, κυρίως στο χώρο της τεχνολογίας και της πληροφορικής, επενδύουν στη χώρα μας και δημιουργούν σοβαρές και αξιόλογες υποδομές. Ίσως, με αφορμή αυτές τις επενδεύσεις, το 2023 να πρέπει και η χώρα μας να επενδύσει στην ελαχιστοποίηση της γραφειοκρατίας που αποτελεί μια σημαντική τροχοπέδη στην ανάπτυξη του τόπου μας.
Η πράσινη μετάβαση στην Ελλάδα μας δεν είναι ούτε τόσο πράσινη ούτε τόσο κοινωνικά δίκαιη όσο νομίζουμε. Τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, τα οποία αποτελούν την κοινωνική πλειοψηφία, αδυνατούν να ανταποκριθούν στις δυνατότητες που η πράσινη τεχνολογία προσφέρει λόγω του υψηλού κόστους για την απόκτησή της ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνονται με μη δίκαια τέλη και φόρους εξαιτίας αυτής ακριβώς της πραγματικής αδυναμίας τους. Το πρόβλημα αυτό δεν φαίνεται πως είναι ικανό να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά τη νέα χρονιά καθόσον ελάχιστα πράγματα έχουν προβλεφθεί όπως η επιδότηση για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών ή αγορά ηλεκτρικών οχημάτων. Σε παγκόσμιο επίπεδο βεβαίως τα προηγούμενα χρόνια έχουν γίνει σοβαρά βήματα προς την κατεύθυνση της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος με τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιοποικιλότητα αλλά και για την Κλιματική Αλλαγή αλλά και άλλες σημαντικές πρωτοβουλίες που έχουν γίνει πραγματικότητα. Όμως, τουλάχιστον μέχρι την εκπνοή του 2022, οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί δεν έχουν επαρκώς διαχυθεί μέσα στις κοινωνίες ούτε εν τοις πράγμασι έχουν ενισχυθεί οι μη ανεπτυγμένες χώρες για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που η αλλαγή του κλίματος φέρει μαζί της.
Η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία θα αποτελέσει σίγουρα ένα από τα σημαντικότερα σημεία στον ορίζοντα των γεγονότων που θα καθορίσει την πορεία της Ευρώπης αλλά και της Ευρωπαϊκής οικονομίας τη νέα χρονιά, η οποία σαφέστατα θα επηρεάσει και τη χώρα μας. Ο πόλεμος αυτός ανέδειξε και μεγέθυνε την αναποφασιστικότητα της Ε.Ε. παρά το πολιτικό και οικονομικό μέγεθός της. Το 2023 αυτή τη εικόνα δεν φαίνεται πως θα αλλάξει καθιστώντας έτσι τη Γηραιά Ήπειρο σε μια ασθενική δύναμη χωρίς την απαιτούμενη ισχύ για να επηρεάσει το παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι.
Το 2023 μάλλον θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε πόλεμο, πολιτική αβεβαιότητα, πληθωρισμό, ενεργειακή ένδεια, αναιμική οικονομία και μεγάλες καταστροφές από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Άραγε, ό,τι δεν σκοτώνει την Ελλάδα, την κάνει πιο δυνατή; Το 2024 θα το μάθουμε!