Η ελευθερία έχει δύο κοφτερές όψεις, όπως τα παλιά ξυραφάκια, αποκάλυψε ο οξυδερκής Ελύτης αποσυνθέτοντας τούτη τη δύσκολη έννοια κι εξαντλώντας κάθε περιθώριο περαιτέρω ανάλυσής της. Η ελευθερία, μάς είπε, είναι εργαλείο δίκοπο, χρήσιμο μα κι επικίνδυνο μαζί που θέλει προσοχή κατά το χειρισμό του καθόσον δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στο χρήστη και στο αντικείμενο στο οποίο χρησιμοποιείται, κόβει αδιακρίτως! Ο όρος ‘ελευθερία’, ιερός κι ευαίσθητος συνάμα καθώς είναι, αν και θα έπρεπε να καταλαμβάνει προσεκτικά την κορυφή τής λογικής ως ένα μέγιστο τής νόησης αγαθό, δυστυχώς έχει εργαλειοποιηθεί με ασύδοτη αμετρία από πολιτικούς και πολιτικές σε βαθμό κακοποίησης. Αποτελεί στις μέρες μας σπουδή λαϊκισμού με χαμένη την αλήθεια της εξαιτίας του πουριτανισμού που επιβάλλει η πολιτική ορθότητα τής εποχής.
Η ελευθερία δεν είναι μονοσήμαντο γεγονός, έχει δύο όψεις. Είναι η έλλειψη κάθε εξωτερικού εξαναγκασμού και υποταγής είναι όμως κι η άλλη, εκείνη που προκύπτει ως δυνατότητα εφαρμογής στην πράξη κάθε επιδίωξης κοινωνικής, ηθικής και οικονομικής αυτοπραγμάτωσης. Κι ενώ άπαντες ποθούν να την απολαύσουν στην καθαρότερη μορφή της, μπορούμε, έστω ψηλαφίζοντας, να δώσουμε μια αληθινή απάντηση στο δυσκολότερο από τα δύσκολα ίσως ερωτήματα που βασανίζουν τις κοινωνίες; Έχει όρια η ελευθερία; Ευχολόγια ή ψευδαισθήσεις δεν χωρούν για την υπεύθυνη αναζήτηση τής απάντησης ούτε αναμηρυκασμοί ουτοπικών θεωρήσεων. Είναι βέβαιο πως η ελευθερία τής συνείδησης, της σκέψης, του λόγου αλλά και των αισθημάτων είναι αδιαπραγμάτευτη και δεν χωρεί κανένας περιορισμός, ισχύει όμως το ίδιο για ζητήματα που αφορούν την οικονομία, τους κοινωνικούς κανόνες τής συμβίωσης ή της πολιτικής; Στη σύγχρονη εποχή οι πολιτικές ιδεολογίες, δυστυχώς, έχει αποδειχτεί πως στην πράξη απέχουν αρκετά από την θεωρητική πολιτική σκέψη που τις δημιούργησε με αποτέλεσμα ο πολιτικός στοχασμός να κινείται μέσα σε ένα ομιχλώδες προπέτασμα χωρίς να είναι ξεκάθαρος. Κοσμοθεωρίες και κυρίαρχα των ημερών μας πολιτικά συστήματα που ευαγγελίζονται την ατομική ελευθερία και την ελεύθερη αγορά, ενώ σε θεωρητικό επίπεδο αποκηρύσσουν την καταπίεση κάθε ολοκληρωτικής (και όχι μόνο) εξουσίας προβάλλοντας την ανάγκη ανάδειξης τής προσωπικής αξίας κάθε πολίτη, εν τέλει έχουν δημιουργήσει κοινωνίες γεμάτες ανισότητες και χωρίς τελικά να επιτυγχάνουν το επιθυμητό επίπεδο (αληθινής) ελευθερίας.
Η ελευθερία δεν σηκώνει ανημποριά, είναι κατάκτηση και δεν χαρίζεται ούτε από θεσμούς ούτε από νόμους. Ως κατάκτηση λοιπόν κάθε μέρα παλεύει σε Θερμοπύλες για να κρατηθεί ζωντανή, έστω κι από ορισμένους μονάχα πολίτες που διαθέτουν το κατάλληλο κατά κεφαλήν μέγεθος καλλιέργειας ώστε να εκτιμούν και την πολύτιμη αξία αλλά και τη διαμαντένια σκληρότητά της. Εκείνο που -δυστυχώς- δεν έχει γίνει κατανοητό είναι πως φορέας τής ελευθερίας δεν είναι το άτομο αλλά η κοινωνία. Ποια κοινωνία όμως; Η κοινωνία εκείνη που υφίσταται ως μια μονάδα αυτοτελώς δομημένη και αδιαίρετη κι όχι η κοινωνία που η ελεύθερη αγορά αντιλαμβάνεται ως μια απλή άθροιση αυτοτελών μονάδων. [Οι δύο τούτες θεωρήσεις απέχουν παρασάγγας μέσα στη σκέψη κάθε ακηδεμόνευτης συνείδησης.] Είναι λοιπόν οι ίδιες οι κοινωνίες που οφείλουν να ορίσουν το μέτρο τής ελευθερίας αλλά και μέτρο στο ανήλεο ορμέφυτο κάθε πολιτικής ή και ατομικής επιθυμίας που στο όνομα τού ηδονισμού τής απόλυτης ελευθερίας αδίστακτα παλεύουν για «περισσότερη» ελευθερία για τους ίδιους και μόνο. Διότι, τελικά, αν και η απόλαυση τής ελευθερίας πρέπει ενδεχομένως να είναι απόλυτη για όλους, η ίδια η ελευθερία δεν πρέπει να είναι απόλαυση χωρίς μέτρο για ορισμένους.