Η ζωγραφική ήταν η μεγάλη του αγάπη έστω κι αν ποτέ δε ζωγράφισε με χρώματα, δεν τα άπλωσε πάνω στον άδειο καμβά, δεν κρέμασε ποτέ κανέναν πίνακά του στον τοίχο. Η μάνα του τον έσπρωξε να γίνει δικηγόρος, να συνεχίσει του πατέρα του τη δουλειά. Κι όσο εκείνος αρνιόταν, τόσο η πίεση μεγάλωνε μέχρι που έγινε δυσβάσταχτη κι αναγκάστηκε να δεχτεί τη μοίρα του. Το πρώτο έτος των σπουδών πέρασε χωρίς να το καταλάβει, κλεισμένος στον εαυτό του και προσπαθώντας να κατανοήσει μια γνώση που το μυαλό του αρνιόταν πεισματικά να δεχτεί. Το δεύτερο αποδείχτηκε Γολγοθάς, όπως και τα υπόλοιπα άλλωστε. Τη μέρα που ορκίστηκε κι έπιασε το πτυχίο στα χέρια του τα βρόντηξε όλα κάτω κι αποφάσισε να μαζέψει λεφτά για να φύγει στο εξωτερικό. Δεν τον πείραζαν οι ατελείωτες ώρες της δουλειάς ούτε οι καφέδες που σέρβιρε από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν τον πείραζε η κούραση, δεν τον πείραζε τίποτα, το όνειρό του το ανεκπλήρωτο μονάχα τον έπνιγε κι ένιωθε πως δεν μπορεί να πάρει ανάσα.
Ο καιρός πέρασε, εκείνος όμως δεν μπόρεσε να βάλει στην άκρη παρά μονάχα πενταροδεκάρες. Κι όσο σέρβιρε καφέδες τόσο η αναμονή σκότωνε την ψυχή του. Μόνος ανάμεσα στους ανθρώπους, το κουρασμένο βήμα του δεν τον οδηγούσε πουθενά. Το χειρότερο όμως ήταν πως άρχισε να ξεχνάει την αγάπη του για τα πινέλα και σκεφτόταν να ανοίξει ένα μικρό γραφείο, να ξεκινήσει πια να ασκεί τη δικηγορία. Οι σκέψεις αυτές δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι τις άδειες νύχτες μέσα στο γυμνό από έπιπλα κι αναμνήσεις δωμάτιο της γκαρσονιέρας που νοίκιαζε λίγα τετράγωνα πιο μακριά από το καφέ. Η μάχη που δινόταν μέσα του είχε αρχίσει να τον αδυνατίζει, ξεχνούσε πια και να φάει λες και το κορμί του τον οδηγούσε υποσυνείδητα στην αυτοκτονία, τον πιο γρήγορο κι αξιόπιστο δρόμο στην ανυπαρξία. Το αφεντικό του κατάλαβε πως δεν είναι καλά και του ζήτησε να πάρει μερικές μέρες άδεια. Εκείνος αρνήθηκε αλλά το αφεντικό επέμενε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Αλλά ακόμα και στην άδειά του, πήγαινε στο καφέ και καθόταν σε ένα τραπέζι με τις ώρες. Παρατηρούσε τους ανθρώπους, από τη θέση του ανθρώπου αυτή τη φορά κι όχι του αγχωμένου διεκπεραιωτή, και διαπίστωσε με έκπληξη πως κάποιοι από αυτούς γελάνε! Οι άνθρωποι γελούν… πόσο μακρινό του φάνηκε αυτό! Έπιασε μια χαρτοπετσέτα κι άρχισε με ένα ξεχασμένο μολύβι να φτιάχνει το σκίτσο μιας νεαρής κοπέλας που έπινε αμέριμνη τον καφέ της στο απέναντι τραπέζι. Και μόλις τελείωσε, έτσι, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, σηκώθηκε και την άφησε μπροστά της. Εκείνη, με την απορία στα μάτια, έπιασε την χαρτοπετσέτα και μόλις είδε το πρόσωπό της ζωγραφισμένο στο εύθραυστο χαρτί, του χαμογέλασε.
Μερικές βδομάδες αργότερα είχε σταματήσει να σερβίρει καφέδες, καθόταν απλώς και παρατηρούσε τις φιγούρες και τα πρόσωπα των ανθρώπων και τα ζωγράφιζε με τα μολύβια του πάνω στις χαρτοπετσέτες. Εκείνο το καφέ είχε γίνει το στέκι του ζωγράφου με τις χαρτοπετσέτες, όπως τον έλεγαν πια. Οι άνθρωποι γέμιζαν κάθε μέρα ασφυκτικά τα τραπέζια και μαζί με τον καφέ περίμεναν και το σκίτσο τους. Κι εκείνος, γεμάτος ζωντάνια και χαρά, σχεδίαζε αδιάκοπα το ένα πρόσωπο πίσω από το άλλο. Κι η τέχνη του έγινε τόσο περιζήτητη που άρχισαν να έρχονται από κάθε γωνιά της χώρας άνθρωποι για να τους ζωγραφίσει. Άρχισε το κορμί του να δένει και να γίνεται όπως παλιά, ανθρώπινο, και το πρόσωπό του να γαληνεύει, θυμήθηκε πως είναι να γελά! Έγινε θέμα στις εφημερίδες και ρεπορτάζ στην τηλεόραση. Μέχρι κι έκθεση έκανε, η πρώτη με εκθέματα ζωγραφισμένα σε χαρτοπετσέτες! Όλος ο κόσμος πέρασε για να τον συναντήσει και να τον συγχαρεί, είχε γίνει ένας ζωντανός θρύλος. Όλος ο κόσμος εκτός από τη μάνα του. Εκείνη τον περίμενε καρτερικά στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του, μέχρι τη μέρα που εκείνος έφυγε από τη ζωή. Ύστερα έφυγε κι εκείνη χωρίς να συγχωρέσει ποτέ την απείθειά του. Λυπήθηκε μόλις πληροφορήθηκε το χαμό της και την πένθησε με τον τρόπο του. Ζωγράφισε έναν ξύλινο άνθρωπο πάνω σε μια κατάμαυρη μαλακή χαρτοπετσέτα και την άφησε ευλαβικά στον τάφο της. Κάπου πιο πέρα άλλωστε είχε θάψει κι ο ίδιος τα όνειρα του, τα πινέλα και τους καμβάδες του. Ποτέ δεν είχε πιάσει πινέλο μέχρι τότε στα χέρια του. Ούτε αργότερα έπιασε…
0 Σχόλια