Ακολουθήστε με στο Facebook

6.01.2024

Ο αστερισμός του Μικρού Δράκου

Μικρές ιστορίες

Πριν ακόμα τελειώσουν τα μαθήματα στο σχολείο, ο Ιορδάνης ετοίμαζε με ανυπομονησία τα πράγματά του για να είναι έτοιμος για τις καλοκαιρινές διακοπές στο σπίτι του παππού του. Αν δεν ήταν ζαχαροπλάστης ο παππούς, σίγουρα θα ήταν ο μεγαλύτερος παραμυθάς του κόσμου! Με αγνά, σπιτικά υλικά και ατελείωτη φαντασία έφτιαχνε για τον εγγονό του τα πιο νόστιμα παγωτά αλλά και τις πιο όμορφες και περίεργες ιστορίες. «Όλα αυτά που σου έχω διηγηθεί είναι πέρα για πέρα αληθινά», έλεγε στον Ιορδάνη ακόμα κι όταν μερικά από αυτά ήταν αδύνατο να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια!

Η πιο παράξενη απ’ όλες τις ιστορίες του παππού του ήταν αυτή με τον Μικρό Δράκο που του την είχε διηγηθεί ένα ζεστό αυγουστιάτικο μεσημέρι κάτω από τον γερασμένο πλάτανο στην αυλή του σπιτιού.

– Ζέστη έχει σήμερα, αλλά εδώ στη σκιά είναι δροσερά παππού, είπε ο Ιορδάνης πασχίζοντας να γεμίσει το μικρό κουτάλι με ό,τι είχε απομείνει από το παγωτό στο γυάλινο πιατάκι του γλυκού.

– Αυτός ο γεροπλάτανος είναι μεγαλύτερος κι από ’μένα, του απάντησε και κοίταξε προς τα πάνω. Δύο μεγάλα κλαδιά που ξεχώριζαν από το πυκνό του φύλλωμα, έμοιαζαν σαν τα μεγάλα ανοιγμένα φτερά ενός ξεχασμένου, σε κάποιο παραμύθι, δράκου!

Ο Ιορδάνης δεν τον άκουσε, είχε το νου του στο παγωτό που είχε τελειώσει.

– Μπορώ να φάω λίγο παγωτό ακόμα;

– Θα μας μαλώσει η γιαγιά σου καλέ μου. Είναι το δεύτερο που τρως.

– Έλα παππού μου… Αν της το ζητήσουμε με τρόπο, ευγενικά, όπως της ζητάς εσύ όταν θέλεις να σου κάνει μία χάρη; Τι λες; Θα μας αφήσει;

– Θα δοκιμάσουμε αλλά είμαι βέβαιος πως θα μας μαλώσει. Πρώτα όμως θέλω να σου κάνω μια σημαντική ερώτηση, είπε παίρνοντας το σοβαρό του ύφος.

– Τι ερώτηση; έκανε ο Ιορδάνης σκουπίζοντας το στόμα του.

– Ξέρεις να διαβάζεις τις σκιές; τον ρώτησε ο παππούς.

– Να διαβάζω τις σκιές; Τι λες παππού, έχουν γράμματα οι σκιές για να διαβάζονται; απάντησε γεμάτος απορία και κοίταξε δεξιά κι αριστερά τη σκιά του δέντρου στο χώμα για να δει μήπως τυχόν ο παππούς του έχει δίκιο.

– Δε χρειάζονται γράμματα για να τις διαβάσεις Ιορδάνη μου, θέλει απλώς η ματιά σου να είναι ευαίσθητη! Θα σου πω για να μάθεις. Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, πριν πολλά πολλά χρόνια ζούσε ένας μικρός δράκος που είχε περίεργη σκιά!

– Πριν γεννηθείς εσύ παππού;

– Ναι, πριν γεννηθώ εγώ.

– Και πώς ήταν η σκιά τού μικρού δράκου;

– Δεν ήταν όπως οι σκιές των άλλων δράκων. Αντί να είναι μαύρη, όπως είναι όλες οι σκιές, η δικιά του ήταν γκρι!

– Γκρι;

– Ναι, γκρι. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Οι σκιές των δράκων κανονικά ήταν πριονωτές.

– Τι είναι πριονωτές παππού;

– Επειδή τα φτερά στις άκρες τους είναι όπως τα πριόνια, σαν να είχαν δόντια δηλαδή, έτσι ήταν και η σκιά τους. Σαν ένα κανονικό πριόνι.

– Και η σκιά από τα δικά του φτερά δεν είχε πριόνια στην άκρη;

– Όχι. Ήταν λεία, χωρίς πριόνια. Να, όπως η σκιά η δική σου, η δική μου και η σκιά από το δέντρο.

– Και γιατί είχε διαφορετική σκιά από τους άλλους δράκους;

– Δεν ξέρω. Αλλά εκείνο που ξέρω είναι ότι στον μικρό μας δράκο δεν άρεσε να βγάζει φωτιές από τα ρουθούνια και το στόμα του για να τρομάζει τους ανθρώπους, όπως έκαναν οι άλλοι δράκοι.

– Τότε δεν ήταν κανονικός δράκος.

– Κανονικός δράκος ήταν αλλά απλώς δεν ήθελε να κάνει ό,τι έκαναν οι άλλοι δράκοι. Ποτέ του δεν τον ένοιαξε να μοιάσει στους άλλους, ούτε που η σκιά του ήταν διαφορετική. Γι’ αυτό και δεν είχε πολλούς φίλους. Για την ακρίβεια, δεν είχε κανένα φίλο.

– Και πώς ήταν χωρίς φίλους;

– Δύσκολα! Αλλά προτιμούσε να είναι μόνος του και να περνά τον καιρό του έτσι όπως ήθελε εκείνος παρά να πετά με τους άλλους δράκους που δεν τον καταλάβαιναν και γελούσαν όταν έβλεπαν την περίεργη σκιά του.

– Και πώς περνούσε τον καιρό του παππού; Τι έκανε;

– Έκανε αυτό που του άρεσε περισσότερο. Πετούσε πάνω από τη θάλασσα πολύ ψηλά στον ουρανό για να μπορεί να βλέπει τον ορίζοντα. Νόμιζε πως ο ορίζοντας ήταν μια τεράααστια γραμμή που δεν τελείωνε πουθενά! Ειδικά το πρωί που ξημέρωνε ή το σούρουπο που έδυε ο ήλιος κι ο ορίζοντας γινόταν κατακόκκινος σαν την φωτιά, εκείνος ήθελε να μπορούσε να σταματήσει το χρόνο και να μείνει εκεί, ακίνητος για πάντα, να τον χαζεύει. Κάτι στον ήλιο ή στον ουρανό ή στη θάλασσα ένιωθε πως ήταν οικείο, πως του έμοιαζε δηλαδή. Αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό. Γι’ αυτό και συνέχιζε να πετά κάθε μέρα ολοένα και πιο μακριά ψάχνοντας να βρει αυτό το κάτι, να βρει την απάντηση που ήθελε έστω κι αν στην πραγματικότητα δεν ήξερε καν τι ψάχνει!

– Και τη βρήκε την απάντηση παππού;

– Για να τη βρει χρειάστηκε να πετάξει πολύ ψηλά, τόσο ψηλά που κανένας άλλος δράκος δεν είχε πετάξει ποτέ.

– Και τα κατάφερε να πετάξει τόσο ψηλά;

– Έκανε υπομονή μέχρι να γίνει αρκετά δυνατός κι ένα ανοιξιάτικο βράδυ το πήρε απόφαση. Στάθηκε σε έναν τεράστιο βράχο και κοίταξε από ψηλά τους άλλους δράκους που κόντευε να τους πάρει ο ύπνος. «Σίγουρα το μυστικό που ψάχνω είναι εκεί πάνω», είπε στον εαυτό του και χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, έδωσε ένα γερό χτύπημα στα φτερά του και χάθηκε στον ουρανό. Πετούσε και πετούσε ασταμάτητα μέχρι που έφτασε στο πιο ψηλό του σημείο, τόσο ψηλά που δεν μπορούσε πια να δει ούτε τους άλλους δράκους ούτε τον τεράστιο βράχο!

– Και μετά; ρώτησε ο Ιορδάνης έχοντας τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά αγωνιώντας για την απάντηση του παππού.

– Μετά δεν τον είδε κανείς ποτέ ξανά, του απάντησε. Έτσι νόμιζαν δηλαδή γιατί ο μικρός μας δράκος κατάφερε να φτάσει στο πιο μακρινό σημείο του ουρανού, εκεί που βρίσκονται τα αστέρια. Κι όταν βρήκε την απάντηση που αναζητούσε, έγινε αστερισμός!

– Αστερισμός;

– Ναι, αστερισμός. Ο αστερισμός του Μικρού Δράκου.

– Και πώς είναι αυτός ο αστερισμός παππού;

– Είναι πολλά αστέρια που μοιάζουν σαν το κεφαλαίο ωμέγα του αλφαβήτου, του είπε ο παππούς. Αλλά αυτός ο αστερισμός δεν είναι σαν τους άλλους!

– Δηλαδή πώς είναι;

– Δηλαδή δεν μπορούν να τον δουν όλοι οι άνθρωποι τον αστερισμό του Μικρού Δράκου αλλά μόνο εκείνοι που έχουν διαφορετική σκιά!

– Εγώ μπορώ να τον δω σήμερα το βράδυ;

– Μμμμ… μάλλον όχι. Η σκιά σου είναι κανονική!

– Ναι, αλλά θέλω να τον δω!

– Για να τον δεις, θα πρέπει να είσαι δίπλα σε έναν άνθρωπο που έχει διαφορετική σκιά από τους άλλους ανθρώπους, όπως ο μικρός μας δράκος.

– Και ποιος έχει διαφορετική σκιά; Ξέρεις κανέναν;

– Όχι, δυστυχώς δεν ξέρω κανέναν. Αλλά εσύ που είσαι παρατηρητικός, σίγουρα θα βρεις κάποιον που η σκιά του είναι διαφορετική! Και τότε θα μπορέσεις να δεις τον αστερισμό του Μικρού Δράκου.

– Δηλαδή θα μπορέσω να τον δω στ’ αλήθεια;

– Ακριβώς! Θα μπορέσεις να τον δεις στ’ αλήθεια, είμαι σίγουρος γι’ αυτό!

Τα καλοκαίρια για τον Ιορδάνη πάντα περνούσαν πολύ γρήγορα. Έτσι χαρούμενα πέρασε κι εκείνο το καλοκαίρι και ήρθε το Φθινόπωρο κι από το Δημοτικό πήγε στην Α’ Γυμνασίου. Καινούριο σχολείο, καινούριοι συμμαθητές, καινούρια και λίγο πιο δύσκολα μαθήματα, χωρίς δάσκαλο πια αλλά με πάρα πολλούς καθηγητές. Η κυρία Αντωνίου ήταν η αγαπημένη καθηγήτρια του Ιορδάνη. Είχε ακριβώς το ίδιο φωτεινό χαμόγελο με τη μαμά του κι αυτό τον έκανε να αισθάνεται πολύ ωραία, αν και οι συμμαθητές του είχαν διαφορετική γνώμη μιας και ήταν αυστηρή στα φιλολογικά μαθήματα που τους έκανε. Αλλά εκείνος τη γνώμη του δεν την άλλαζε έστω κι αν δεν τα πήγαινε καλά με τους λεξιλογικούς πίνακες και με την ψιλή ή τη δασεία που ποτέ δε θυμόταν ποια από τις δύο να χρησιμοποιήσει και η κυρία Αντωνίου τον μάλωνε!

Αν και τα μαθήματα είχαν δυσκολέψει, τα διαλείμματα είχαν πιο πολύ πλάκα! Το τεράστιο προαύλιο ήταν ό,τι έπρεπε για παιχνίδια, κυρίως για κυνηγητό, αλλά και για πιο σοβαρές κουβέντες με τους συμμαθητές του από αυτές του Δημοτικού σχολείου, όταν δεν είχαν όρεξη για παιχνίδι. Ο πρώτος μήνας πέρασε εύκολα και γρήγορα σαν νεράκι, χωρίς να το καταλάβει. Κόντευε να τελειώσει κι ο Οκτώβριος, όταν άρχισαν να δυσκολεύουν πολύ τα πράγματα και να μπαίνουν τα πρώτα διαγωνίσματα. Και πρώτο απ’ όλα, το διαγώνισμα στα μαθηματικά τη δεύτερη ώρα μιας ηλιόλουστης Δευτέρας. Εκείνη τη μέρα δεν είχε όρεξη, ένιωθε από το πρωί πως τον πονούσε λίγο η κοιλίτσα του, αλλά, όπως του είπε η μαμά του, «είμαι άντρας δυνατός και θα τα καταφέρω»! Αλλά μάλλον δεν θα τα κατάφερνε…

Στο διάλειμμα μέσα στο μυαλό του γυρόφερναν η πρόσθεση και η αφαίρεση των κλασμάτων και δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Έμεινε μόνος, χωρίς τους φίλους του, σε μια άκρη στο προαύλιο και προσπαθούσε να θυμηθεί τους κανόνες και πώς να βρίσκει το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. Η ματιά του έπεσε σε ένα παιδί στην άλλη άκρη του προαυλίου. Το είδε να πηγαινοέρχεται μοναχικά και διαρκώς να κοιτάζει έξω στο δρόμο τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Το είχε δει ξανά αυτό το παιδί να περνά τα διαλείμματα μόνο του αλλά εκείνη ήταν η πρώτη φορά που το πρόσεχε. Αμέσως, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, θυμήθηκε την ιστορία του παππού του! Το βλέμμα του καρφώθηκε στη σκιά αυτού του παιδιού. Οι σκιές των συμμαθητών του ήταν πάντοτε η μία πάνω στην άλλη είτε γιατί ήταν ο ένας δίπλα στον άλλον, είτε γιατί ο ένας κυνηγούσε τον άλλον, είτε γιατί απλώς όπως περπατούσαν όλοι μαζί στο προαύλιο οι σκιές διασταυρώνονταν η μία με την άλλη. Η σκιά όμως εκείνου του παιδιού ήταν μια μοναχική σκιά. Δηλαδή μια διαφορετική σκιά! Χωρίς δεύτερη σκέψη τον πλησίασε.

– Γεια σου, είμαι ο Ιορδάνης από το Α1. Εσύ;

– Εμένα με λένε Αλέξη. Α3.

Η απάντηση του Αλέξη ήταν σχεδόν μηχανική και σίγουρα γεμάτη απορία.

– Γράφεις διαγώνισμα; τον ρώτησε ο Ιορδάνης. Γι’ αυτό κάθεσαι μόνος σου; Για να σκεφτείς;

– Όχι, του απάντησε εκείνος έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο δρόμο έξω από το σχολείο

– Εγώ γράφω μαθηματικά την επόμενη ώρα και δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι θα τα πάω καλά. Ειδικά στην αφαίρεση των κλασμάτων…

– Τα κλάσματα είναι εύκολα, του απάντησε.

– Εύκολα; Δε νομίζω…

– Εύκολα είναι, του είπε και γύρισε να τον κοιτάξει. Θα σου πω το κόλπο. Ξέρεις τι είναι τα καπελάκια;

– Όχι.

– Λοιπόν, πάνω από κάθε κλάσμα θα βάζεις ένα καπέλο, σαν την κούπα που πίνουμε το γάλα, του είπε δείχνοντάς του το σχήμα με τα δάχτυλά του. Μετά θα πάρεις τον παρονομαστή από το ένα κλάσμα και θα το βάλεις μέσα στην κούπα του άλλου κλάσματος. Το ίδιο θα κάνεις και για τα δύο κλάσματα. Το κατάλαβες μέχρι εδώ;

– Νομίζω ναι, είπε ο Ιορδάνης διστακτικά. Νομίζω πως το κατάλαβα.

– Μετά θα πολλαπλασιάσεις και τον αριθμητή και τον παρονομαστή με το νούμερο στο καπελάκι και στα δύο κλάσματα. Και, έτσι απλά, θα έχεις δύο κλάσματα με ίδιο παρονομαστή. Ομώνυμα δηλαδή. Και μετά θα κάνεις την πράξη.

– Και ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής;

– Άστον αυτόν. Αυτά μας τα κάνουν οι καθηγητές για να μας παιδεύουν εμάς τους μαθητές. Αν κάνεις αυτό που σου είπα, όλες οι πράξεις σου θα είναι σωστές!

– Θες να γίνουμε φίλοι, του είπε αυθόρμητα ο Ιορδάνης ξεχνώντας το διαγώνισμα.

– Εντάξει, του απάντησε ο Αλέξης έχοντας γυρίσει το βλέμμα του πάλι στο δρόμο.

– Θες να παίξουμε κανένα παιχνίδι μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι;

– Τι παιχνίδι;

– Ξέρω ’γω… Ό,τι να ’ναι…

– Να βλέπουμε τις πινακίδες των αυτοκινήτων που περνάνε; Κι όποιος θυμηθεί τις περισσότερες κερδίζει, πρότεινε ο Αλέξης.

– Περίεργο παιχνίδι, του απάντησε. Δεν το έχω παίξει ποτέ, αλλά ας το παίξουμε!

Ο Ιορδάνης ποτέ δεν κέρδισε τον Αλέξη στο παιχνίδι με τις πινακίδες των αυτοκινήτων. Κέρδισε όμως έναν πολύ καλό φίλο. Κι ο Αλέξης κέρδισε όλους τους φίλους του Ιορδάνη και στα διαλείμματα πια δεν έμεινε ποτέ ξανά μόνος του, έστω κι αν τους πρότεινε να παίζουν τα πιο περίεργα παιχνίδια! Οι δυο τους τα καλοκαίρια κοιτούσαν τα τρεμάμενα αστέρια στον ουρανό και τους έδιναν τα πιο αστεία ονόματα. Τις περισσότερες φορές ο Ιορδάνης δεν μπορούσε να δει τον αστερισμό του Μικρού Δράκου κι όταν καμιά φορά τον έβλεπε ήξερε πως κάτι απασχολούσε τον φίλο του γι’ αυτό και φρόντιζε να του λέει ιστορίες για να ξεχνιέται. Του έλεγε τις ιστορίες του παππού του. Του είχε πει όλες, εκτός από μία. Την ιστορία του Μικρού Δράκου. Ήταν το αθώο μυστικό του Ιορδάνη που το κρατούσε κρυφό από τον Αλέξη για να καταλαβαίνει πότε είναι καλά ο φίλος του και πότε όχι, όταν καμιά φορά η σκιά του ήταν διαφορετική! Η ιστορίες του παππού τελικά ήταν στ’ αλήθεια… αληθινές!

Πρώτη δημοσίευση εδώ.

Από το άρθρο

Ο Ιορδάνης ποτέ δεν κέρδισε τον Αλέξη στο παιχνίδι με τις πινακίδες των αυτοκινήτων. Κέρδισε όμως έναν πολύ καλό φίλο.

Διαβάστε κι αυτά

Μικρές ιστορίες
Η πέτρα κάτω από το χιόνι
Η πέτρα κάτω από το χιόνι

Η πέτρα κάτω από το χιόνι

Σαν νύχτωσε, ο μπαρμπα-Θανάσης είχε ακόμα καρφωμένο το βλέμμα του στο χιόνι που δεν είχε σταματήσει να πέφτει από το προηγούμενο βράδυ. Δίπλα του καθόταν μια άγνωστη γυναίκα που τον κοιτούσε με μάτια κατακόκκινα. Δεν της έδωσε σημασία, την προσοχή του την είχε στραμμένη στα νερά του ποταμού που έτρεχαν γρήγορα πια και μανιασμένα, λες και βιάζονταν να κατεβούν στον κάμπο μια ώρα αρχύτερα και χαλνούσαν με τη βοή τους την ησυχία του δειλινού. Το γεφύρι ήταν άδειο, σαν τις σκέψεις του.

Μικρές ιστορίες
Αχρείαστοι ήρωες
Αχρείαστοι ήρωες

Αχρείαστοι ήρωες

Έκλαψα δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσα. Δεν μπορεί, όπου κι αν είναι θα με ακούσει και θα γυρίσει. Γι’ αυτό κι έκλαιγα συνέχεια και δεν ήθελα να παίξω. Κοίταξα τη λάμπα ψηλά στο ταβάνι κι ήθελα να έρθει ο μπαμπάς να με πετάξει ψηλά. Όσο πιο ψηλά μπορούσε για να ακουστεί το κλάμα μου μακριά, να το ακούσει η μαμά. Δεν μπορεί, θα με ακούσει, σκέφτηκα. Εμείς οι ήρωες άλλωστε κλαίμε δυνατά!