Η προεκλογική περίοδος στη Δημοκρατία αποτελεί για τον πολίτη ένα εξόχως σημαντικό χρονικό διάστημα ακόμα κι αν εκείνος αδιαφορήσει παντελώς για τη διεξαγωγή των εκλογών. Και τούτο συμβαίνει επειδή, ως νοητική διαδικασία λήψης απόφασης είτε συμμετοχής είτε αποχής, προϋποθέτει και απαιτεί την ιχνηλάτηση των μέχρι σήμερα γενομένων και πεπραγμένων ώστε να γίνει προσπάθεια πρόγνωσης ή έστω προαίσθησης του μέλλοντος. Στην εποχή μας, και οι δύο αυτές συνειδητές επιλογές, της συμμετοχής και της αποχής, οι οποίες αποτελούν σαφέστατες πολιτικές τοποθετήσεις, είναι για τον πολίτη απότοκο της ψυχολογικής βίωσης της καθημερινότητάς του περισσότερο και λιγότερο το αποτέλεσμα της πίστης σε κάποια πολιτική κοσμοθεωρία. Οι πολιτικές ιδεολογίες στις μέρες μας έχουν απωλέσει, κατά το πλείστον, τη μεγάλη διεισδυτική τους ικανότητα στο συνειδητό των ανθρώπων, όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν, καθόσον ο μέσος πολίτης της Ελλάδας σήμερα είναι περισσότερο απασχολημένος με την επούλωση των πληγών που άφησε πίσω της η οικονομική και η πανδημική κρίση και λιγότερο με τη μελέτη και την εμβάθυνση των εννοιών κάποιας ιδεολογίας. Αλλά ακόμα και για τους πολιτικούς σχηματισμούς, το περιεχόμενο και η ταυτότητα των ιδεολογιών δεν χρησιμοποιείται πλέον ως κίνητρο ατομικών ή κοινωνικών διεκδικήσεων αλλά κυρίως ως θεωρητική περιχαράκωση απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους.
Ο έλεγχος του κρατικού βίου απαιτεί την εκλογική νομιμοποίηση, τη μόνη ίσως αμυδρή οσμή ουσιώδους Δημοκρατίας που εξακολουθεί να υφίσταται περισσότερο ίσως ως ψευδαίσθηση και λιγότερο ως πρακτική αλήθεια. Η Δημο–κρατία (δήμος & κρατώ), ως μια καθολική πολιτική διαδικασία, έχει περιοριστεί στην δι’ αντιπροσώπων άσκηση εξουσίας, η οποία όμως αποξενώνει τον πολίτη από κάθε ρεαλιστική εμπειρία λήψης αποφάσεων ή ανάληψης ευθύνης για τα κοινά. Η λογική της αντιπροσώπευσης έχει επιφέρει δύο μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Αφενός, την απαξίωση κάθε προσπάθειας εκ μέρους των πολιτών να αναλάβουν σημαντικές πρωτοβουλίες για να αλλάξουν τα κοινωνικά κακώς κείμενα, καθιστώντας τους τελικά πολιτικά αδύναμους αλλά και εν πολλοίς αδιάφορους στα περί των κοινών ζητήματα. Αφετέρου, καλλιεργούν τη λογική του ηγεμονισμού και της παντοδυναμίας στους εκλεγμένους αντιπροσώπους των κομμάτων, οι οποίοι εκ της θέσης τους έχουν φτάσει στο σημείο να αποτελούν την κορωνίδα του κοινωνικού καθεστώτος της περιοχής τους, παραγκωνίζοντας άλλες σημαντικές προσωπικότητες όπως επιστήμονες, διανοούμενους κλπ. Η επανεκλογή δε επί μακρόν του ίδιου προσώπου ενέχει τον κίνδυνο να μετουσιωθεί ο ηγεμονισμός ακόμα και σε ιδεοληψία προσωπικού κεκτημένου.
Το ερώτημα προκύπτει αυτονόητα: Πόσο ωφελεί την κοινωνία η άκριτη, άκρατη και άλογη ταυτοποίηση με ιδεολογίες και πρόσωπα, ειδικά όταν επικυρώνει τον ατομοκεντρικό ωφελισμό των εκλεγμένων αντιπροσώπων, όταν μάλιστα οι τελευταίοι αποφεύγουν συνειδητά τη βάσανο της ουσιαστικής λογοδοσίας; Η κοινωνία των πολιτών πρωταρχικά έχει ανάγκη από ένα όραμα ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο, το οποίο ενδεχομένως να μην μπορούν να το προσφέρουν ως μελλούμενη πραγματικότητα οι πολιτικοί που μέχρι σήμερα ήδη δεν έχουν καταφέρει να το προσφέρουν. Το να εγκλείονται λοιπόν (τεχνηέντως ή μη) οι πολίτες – ψηφοφόροι μέσα σε «φάρμες» ιδεολογιών και ιδεοληψίες προσώπων, είναι εντελώς αντίθετο στη λογική της εξέλιξης και των αρχών της ίδιας της Δημοκρατίας. Δεν μπορεί να δημιουργηθεί Ιστορία μέσα από την επανάληψη ούτε πρόοδος μέσα από τη στασιμότητα. Ο άνθρωπος, φύσει κοινωνικό και υπεύθυνο ον, έχει υποχρέωση να συλλογάται ελεύθερα για να συλλογάται καλά, ειδικά ενώπιον των επιλογών του μπροστά στην κάλπη.