Τούτες οι γραμμές δεν αποτυπώνουν τίποτα άλλο παρά σκέψεις γεννημένες μέσα από την ψυχική προβολή τής ξεχωριστής, πνευματικής πραγματικότητας που βιώνει ο μελετητής της ποίησης του Απόστολου Παλιεράκη στις δύο ποιητικές συλλογές του Έσω καιροί αμήχανοι & Ηχώ χοός και χρόνων, οι οποίες μαζί αποτελούν ένα ενιαίο, θαρρώ, σύνολο μέσα στο ίδιο βιβλίο. Στους αμήχανους καιρούς μας, η γραφίδα του ποιητή έρχεται να περιγράψει τον άνθρωπο, την αβεβαιότητά του, τη μοναξιά του, τους φόβους του αλλά και την ελπίδα του με τον λιτό αλλά εικονοπλαστικό τρόπο της γραφής του Παλιεράκη. Παράδειγμα ρεαλισμού οι στίχοι των ποιημάτων του, τολμά να καταγράψει μέσα από ζωηρές εικόνες την αλήθεια της εποχής χωρίς εξωραϊσμούς αλλά χωρίς να γίνεται απαισιόδοξος. Και δεν αφήνει τον εαυτό του έξω από το ποιητικό του περίγραμμα, γράφει και καταγράφει όχι χωρίς ο ίδιος να είναι αμέτοχος, πονά, δεν είναι παρατηρητής, δεν χρησιμοποιεί τη γλώσσα, τη γραμματική και το συντακτικό για να περιγράψει ορισμούς αλλά για να απαριθμήσει την αλήθεια του, την εμπειρικώς βιωμένη. Και δε διστάζει να ρωτά πρώτα τον ίδιο του το εαυτό κι ύστερα, εμμέσως, τον αναγνώστη του: «Θα κρατηθώ να μην πνιγώ / στον χείμαρρο εκεί / όπου οι μέρες πήζουν / σ’ απόπειρες ρητορείας; / Θα κρατηθώ σ’ ένα κλαδί / από ιτιά πεσμένη; / Κι αν σημασία έχει / πόσο ακόμα αντέχω;». Ο Παλιεράκης ρωτά με επικίνδυνα κοφτερή λιτότητα: «Στον δικό σου άνθρωπο / που υποφέρει μόνος / πώς να ταχυδρομήσεις / το τρυφερό σου χάδι / πώς να του πληκτρολογήσεις / το δροσερό φιλί σου;».
Η αποτύπωση της πραγμάτωσης της σύγχρονης κοινωνίας μέσα από ποιήματα του Παλιεράκη αποτελεί ενδεχομένως το ίδιον, το χαρακτηριστικό του ποιητή. Ο μελετητής της ποίησής του θα διαπιστώσει ότι ο ρεαλισμός είναι διάχυτος μέσα στις εικόνες που πλάθει, ακόμα κι όταν οι λέξεις του ακουμπούν τα μη ορατά, τα μη απτά, τα μη αισθητά: «Τα όνειρά μας διασταυρώθηκαν / Όχι, δεν αγκαλιάστηκαν / Ούτε ερωτεύτηκαν / Περαστικά, και στους δυο μας» – «Στην καθημερινότητά μας / Έχω τον κόσμο μου εγώ / Εσύ έχεις δικό σου / Κλασσική παραλληλία».
Ο Παλιεράκης αν και αναφέρεται εν πολλοίς στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι , δεν ασκεί κοινωνική κριτική, δεν λειτουργεί ποιητικά ως κριτής αλλά ως αριστοτεχνικός καταγραφέας μιας πραγματικότητας που δεν μπορεί να αποφύγει. Στριμώχνει τον κόσμο μέσα στα ποιήματά του με περίτεχνο τρόπο, τέτοιο που ο αναγνώστης του δεν μπορεί να αποφύγει την αυτοκριτική ή, έστω, μια βαθιά στη σκέψεις του βύθιση προκειμένου να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα. «Καλά είμαι μάνα εγώ / προσώρας», «Θωπεύω απαλά αγάπες μου και πόνους / και κάνω ό,τι μπορώ / με τα καμώματα αρπάγων», «Σκύβει στον βασιλικό και τον μυρίζει / Οι λογαριασμοί απλήρωτοι». Η αλίευση των απαντήσεων δεν είναι εύκολη.
Ο ποιητής πλάθει μικρές ιστορίες σε κάθε ποίημά του μέσα από τις οποίες προβληματίζει. Το καταφέρνει αυτό χωρίς εξάρσεις, χωρίς ειρωνεία, χωρίς να χρησιμοποιεί το λόγο ως ένα δραματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο παραθέτει τις σκέψεις του. Το κάνει με τρόπο απλό αλλά όχι επιφανειακό, με αγωνία αληθινή και όχι επίπλαστη. Με γλώσσα ενεργητική και γοητευτική για τον αναγνώστη του, γλώσσα που ρέει εκφραστικά και δημιουργεί πόθο για ακόμα περισσότερη μελέτη της ποίησή του. Ο Παλιεράκης σε αυτό του το βιβλίο θαρρώ πως πολεμά έναν ακήρυχτο πόλεμο, πως πολεμά με τους αμήχανους καιρούς της εποχής μας. Και το κάνει με τρόπο εξαιρετικό, έχοντας κερδίσει τον πόλεμό του σε όλα τα σημεία!