Προκλητικός και μισαλλόδοξος λόγος
Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου
Κριτήριο Αξιολόγησης
–
Κείμενο I
Η αντιμετώπιση του προκλητικού και του μισαλλόδοξου λόγου
Κατά το «φιλελεύθερο» δόγμα για το δικαίωμα έκφρασης η ελευθερία του λόγου έχει μια προεξέχουσα θέση, επιχείρημα που στηρίζεται σε θεωρίες, οι οποίες πηγάζουν κυρίως από τη σημασία του λόγου στο δημοκρατικό πολίτευμα και δευτερευόντως από τη σύνδεσή του με την προσωπική ολοκλήρωση του ατόμου. Το προβάδισμα αυτό αφορούσε αρχικά τον πολιτικό λόγο. Με την εξέλιξη όμως της νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ κάθε κατηγορία έκφρασης έτεινε να ενταχθεί στον πολιτικό λόγο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δινόταν μεγάλο βάρος στη σημασία του διαλόγου σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία επιβάλλει να μην αποκλείεται καμιά ιδέα από τη δημόσια αντιπαράθεση, ενώ η αρχή της αυτοκυβέρνησης συνυφασμένη με την έννοια της ατομικής αυτονομίας και της ολοκλήρωσης του εαυτού απαιτούν το σεβασμό στην ελεύθερη έκφραση κάθε άποψης όση δυσφορία κι αν προκαλεί αυτή. Έτσι εξηγείται η σχεδόν απόλυτη προστασία της οποίας χαίρει κάθε γενικό πολιτικό μήνυμα, έστω και αν κάποιοι προσβάλλονται ή ενοχλούνται και ας πληρώνεται το τίμημα της χαλάρωσης της τάξης. Η διαδικασία της στάθμισης που διαμόρφωσε το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απέδειξε τελικά ότι ο κανόνας είναι η προστασία του λόγου και η εξαίρεση ο περιορισμός του, όταν συντρέχει άμεσος και παρών κίνδυνος. Αυτή είναι η έννοια της σχεδόν απόλυτης προστασίας.
Μια δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων του μοντέλου αυτού προστασίας του λόγου στρέφεται κατά των απαγορεύσεων του λεγόμενου «hate speech» και υποστηρίζει ότι τέτοιου είδους απαγορεύσεις δεν προσφέρουν ως ρύθμιση τίποτα ουσιαστικό στην κοινωνική συμβίωση και έχουν αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Πλούσια είναι τα παραδείγματα ειδικότερα από την περίπτωση του μισαλλόδοξου λόγου. Η απαγόρευση αυτού του είδους λόγου μπορεί για κάποιους να είναι θεμιτή, γιατί θεωρούν το περιεχόμενό του απεχθές. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για όλους. Κάτι που είναι ιδιαιτέρως δυσάρεστο για τον έναν μπορεί να βρίσκει σύμφωνο τον άλλο. Αυτή η διαφωνία και η αδυναμία να διαχωριστεί κάθετα τι είναι ευάρεστο και τι όχι συνεπάγεται την αδυναμία να επιλεγεί τι πρέπει να θεωρείται επιτρεπόμενος λόγος και τι απαγορευμένος. Η απαγόρευση λοιπόν μιας συγκεκριμένης μορφής λόγου δεν προσφέρει καμιά λύση, αλλά αντίθετα τραυματίζει την ελευθερία της έκφρασης και ανοίγει το δρόμο για μια καταστροφική για την ελευθερία λόγου πορεία που δεν έχει γυρισμό.
Η αντίθετη μετριοπαθής πλευρά δεν προσδίδει στο δικαίωμα έκφρασης της γνώμης εξέχουσα θέση, παρά ενδιαφέρεται εξίσου για την ισότητα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για τους υποστηρικτές των απαγορεύσεων στον προκλητικό λόγο που οδηγεί στη βία και στον μισαλλόδοξο λόγο υπάρχουν σημαντικά συμφέροντα που πρέπει να προστατευτούν και που δικαιολογούν την υποχώρηση σε ορισμένες περιπτώσεις της ελευθερίας του λόγου. Η προστασία των μειονοτήτων είναι ένα από αυτά. Οι μισαλλόδοξες και ρατσιστικές ιδεολογίες στρέφονται ενάντια στις καταπιεσμένες μειονότητες καθιστώντας δυσκολότερη κάθε προσπάθεια στήριξής τους. Η απαγόρευση των ρατσιστικών μηνυμάτων είναι ένα από τα βήματα που βοηθούν στην αποκατάσταση της θέσης των μειονοτικών πληθυσμών στην κοινωνία. Η επικράτηση της ισότητας και η εξάλειψη των διακρίσεων επιτυγχάνεται ευκολότερα με τον περιορισμό των μισαλλόδοξων απόψεων. Για τους υποστηρικτές των απαγορεύσεων η υπερβολική ελευθερία στο δικαίωμα γνώμης είναι επικίνδυνη, γιατί κινδυνεύει να οδηγήσει σε ασυδοσία. Υπάρχει ο φόβος ότι η δημοκρατία και ο ελεύθερος διάλογος δεν αρκούν, αλλά απαιτούνται και κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες, έστω και εις βάρος της ελευθερίας του λόγου. Η αιματοβαμμένη ιστορία άλλωστε της Ευρώπης έχει αποδείξει ότι οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες μπορούν να κυριαρχήσουν. Έτσι εξηγείται η ευαισθησία των ευρωπαϊκών κρατών στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ισότητα.
Επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο προκλητικός και o μισαλλόδοξος λόγος είναι για κάποιους ιδιαίτερα προσβλητικός. Πολύ συχνά τα λόγια καταφέρουν πληγές μεγαλύτερες και βαθύτερες από τα όπλα. Προκαλούν ψυχική οδύνη, η οποία δε σβήνεται απλώς με έναν αντίλογο. Το συναισθηματικό άλγος των ανθρώπων που γίνονται αποδέκτες προκλητικών και μισαλλόδοξων μηνυμάτων δε μπορεί να το καταλάβει παρά μόνο κάποιος που το έχει υποστεί. Μολονότι η αξία της ελεύθερης έκφρασης είναι πολύτιμη, δεν πρέπει όλες οι μορφές της να αντιμετωπίζονται το ίδιο. Τα μισαλλόδοξα και ρατσιστικά λόγια δεν συμβάλλουν επ’ ουδενί ούτε στη διεξαγωγή του διαλόγου, ούτε στην πρόοδο. Η απαγόρευσή τους δεν είναι συνεπώς μόνο θεμιτή, αλλά και άκρως αναγκαία. Ακόμα κι αν ο περιορισμός δεν οδηγήσει στην κατάργηση του ρατσισμού, έχει παρόλα αυτά συμβολικό και παιδευτικό χαρακτήρα.
Αρετή Λιακάκη, Διπλωματική εργασία: «Η Ελευθερία Έκφρασης και ο Προκλητικός Μισαλλόδοξος Λόγος κατά το Εθνικό και Υπερεθνικό Δίκαιο», 2016
–
Κείμενο II: Ανθρώπινη επιείκεια
Ίσως δεν ξέρουν. Ίσως δεν έμαθαν ακόμα να μετρούν.
Μα εγώ θα πάσχω για την άδικη πενία τους.
Θα γίνω ακόμα, αν χρειαστεί, ένας πλανόδιος ποιητής
επιμένοντας να μετρήσουν‧ να επιδοθούν επιμένοντας
γράφοντας σε χοντρά χαρτιά στίχους και προκηρύξεις
χαράζοντας σε επιγραφές το «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»
ηχογραφώντας τη φωνή μου σε ροδοπέταλα:
Μια φωνή, που θα την εννοήσουν κάποτε
όπως εγώ καταλαβαίνω σήμερα
πόσο είναι δύσκολο
να γίνω γέφυρα
για να περάσουν.
Στέλιος Γεράνης, «Παθολογία», 1960
ΘΕΜΑ Α
Να παρουσιάσετε συνοπτικά (70-80 λέξεις) τις απόψεις που εκφράζονται κατά των περιορισμών στην ελευθερία λόγου (Κείμενο I).
Μονάδες 15
ΘΕΜΑ Β
Β1. Να εντοπίσετε ένα επιχείρημα στο πλαίσιο του Κειμένου I το οποίο σας φαίνεται πειστικό κι αφού το παρουσιάσετε (ισχυρισμός, αιτιολόγηση/τεκμηρίωση), να εξηγήσετε συνοπτικά γιατί σας πείθει.
Μονάδες 15
Β2. Στο Κείμενο I που σας δόθηκε:
α) Να αιτιολογήσετε γιατί κυριαρχεί η οριστική έγκλιση, και αφού εντοπίσετε δύο παραδείγματα χρήσης της υποτακτικής έγκλισης, να εξηγήσετε σε τι αποσκοπεί η συγκεκριμένη επιλογή έγκλισης. (μονάδες 8)
β) Να εξηγήσετε με ποιες εκφραστικές και γλωσσικές επιλογές η γράφουσα προσδίδει έμφαση στην άποψη που εκφράζει στην τελευταία παράγραφο του κειμένου. (μονάδες 7)
Μονάδες 15
Β3. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία όσων αρνούνται τις απαγορεύσεις κατά της «ρητορικής μίσους (hate speech)»: «τέτοιου είδους απαγορεύσεις δεν προσφέρουν ως ρύθμιση τίποτα ουσιαστικό στην κοινωνική συμβίωση και έχουν αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά».
Πώς αντιλαμβάνεστε το περιεχόμενο αυτής της διαπίστωσης του Κειμένου I; Να το εξηγήσετε συνοπτικά με δικά σας λόγια (70-80 λέξεις).
Μονάδες 10
ΘΕΜΑ Γ
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του ποιήματος (Κείμενο II); Να το παρουσιάσετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες.
ΘΕΜΑ Δ
Σε ομιλία που εκφωνείτε στο σχολείο σας με θέμα τη «ρητορική μίσους» και τον «μισαλλόδοξο λόγο» να διατυπώσετε τις απόψεις σας για το κατά πόσο θεωρείτε θεμιτή ή όχι την απαγόρευση των ρατσιστικών και μισαλλόδοξων σχολίων.
Στην ομιλία σας αυτή να αξιοποιήσετε στοιχεία από το Κείμενο I που σας δόθηκε.
(300-350 λέξεις)
Μονάδες 30
–
Ενδεικτικές απαντήσεις
ΘΕΜΑ Α
Η αρνητική στάση απέναντι στους περιορισμούς της ελευθερίας λόγου βασίζεται τόσο στην αξία που έχει η ελευθερία αυτή για το δημοκρατικό πολίτευμα, όσο και για την ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ατόμου. Στον δημοκρατικό διάλογο, άλλωστε, καμία άποψη δεν αποκλείεται, εφόσον κάθε άτομο έχει το δικαίωμα στην προσωπική γνώμη. Επιπλέον, είναι αμφίβολη η αποτελεσματικότητα απαγορεύσεων της «ρητορικής μίσους», ιδίως από τη στιγμή που δύσκολα επιλέγεται τι είναι καθολικά δυσάρεστο ή απεχθές και τι όχι. Κάθε ανάλογος περιορισμός, τέλος, υπονομεύει την ακεραιότητας της ελευθερίας λόγου.
ΘΕΜΑ Β
Β1. Στο πλαίσιο του κειμένου διατυπώνεται ο ισχυρισμός εκείνων που υποστηρίζουν τις απαγορεύσεις πως «η υπερβολική ελευθερία στο δικαίωμα γνώμης είναι επικίνδυνη». Ισχυρισμός που αιτιολογείται με την αναφορά στο γεγονός πως μπορεί να οδηγήσει στην ασυδοσία. Το ζήτημα της ασυδοσίας διευκρινίζεται με την επεξήγηση πως η δημοκρατία και ο διάλογος ενδεχομένως δεν αρκούν για να εξισορροπήσουν τον αντίκτυπο της ρητορικής μίσους, γι’ αυτό και είναι αναγκαίες ορισμένες ασφαλιστικές δικλείδες, «έστω και εις βάρος της ελευθερίας του λόγου». Ακολούθως, η άποψη αυτή τεκμηριώνεται με την αναφορά στην «αιματοβαμμένη ιστορία της Ευρώπης», καθώς στη διάρκειά της έχει αποδειχθεί ότι «οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες μπορούν να κυριαρχήσουν». Το επιχείρημα αυτό ολοκληρώνεται με το συμπέρασμα πως είναι αυτές οι φρικτές εμπειρίες από την επικράτηση των ολοκληρωτικών ιδεολογιών που εξηγούν την ευαισθησία που δείχνουν τα ευρωπαϊκά κράτη στην «ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ισότητα».
Θεωρώ πως το επιχείρημα αυτό είναι πειστικό, εφόσον η υπενθύμιση της επικράτησης της ολοκληρωτικής ιδεολογίας των ναζιστών αποτελεί επαρκές τεκμήριο για να υποστηριχθεί η αναγκαιότητα επιβολής περιορισμών στη ρητορική μίσους. Η δυνατότητα, άλλωστε, ενός καθεστώτος να παρασύρει μέσω της προπαγάνδας έναν ολόκληρο λαό να διαπράξει τόσο ειδεχθή εγκλήματα εις βάρος της ανθρωπότητας, φανερώνει πόσο κρίσιμο είναι το να περιορίζονται οι απόψεις που προωθούν το μίσος και τις εγκληματικές ενέργειες.
Β2.α. Η καταγραφή της επιχειρηματολογίας των δύο αντιτιθέμενων πλευρών καθιστά αναγκαία της χρήση της οριστικής έγκλισης, εφόσον μέσω αυτής δηλώνεται η πεποίθηση πως η εκάστοτε άποψη που εκφράζεται φανερώνει κάτι το πραγματικό. Κατ’ αυτό τον τρόπο, με οριστική έγκλιση εκφράζεται η άποψη που θεωρεί επιζήμιες τις όποιες απαγορεύσεις («Η απαγόρευση λοιπόν μιας συγκεκριμένης μορφής λόγου δεν προσφέρει καμιά λύση, αλλά αντίθετα τραυματίζει την ελευθερία της έκφρασης…»), με οριστική έγκλιση εκφράζεται και η αντίθετη άποψη που τις θεωρεί απαραίτητες («Η απαγόρευση των ρατσιστικών μηνυμάτων είναι ένα από τα βήματα που βοηθούν στην αποκατάσταση της θέσης των μειονοτικών πληθυσμών στην κοινωνία»).
Στο πλαίσιο της ακόλουθης περιόδου εντοπίζουμε δύο διαφορετικές χρήσεις της υποτακτικής έγκλισης: «Αυτή η διαφωνία και η αδυναμία να διαχωριστεί κάθετα τι είναι ευάρεστο και τι όχι συνεπάγεται την αδυναμία να επιλεγεί τι πρέπει να θεωρείται επιτρεπόμενος λόγος και τι απαγορευμένος». Προκειμένου να αιτιολογηθεί η άποψη πως δεν είναι εφικτός ο προσδιορισμός του τι πράγματι συνιστά επιτρεπόμενο λόγο και τι απαγορευμένο, αξιοποιείται αρχικά η υποτακτική έγκλιση για να δηλωθεί κάτι που δεν είναι δυνατό να συμβεί («η αδυναμία να διαχωριστεί κάθετα…», «την αδυναμία να επιλεγεί») και ακολούθως αξιοποιείται η υποτακτική για να δηλωθεί κάτι που πρέπει να γίνει («τι πρέπει να θεωρείται επιτρεπόμενος λόγος και τι απαγορευμένος»). Συνδυαστικά, πάντως, κι οι δύο αυτές χρήσεις της υποτακτικής έγκλισης αποσκοπούν στην τεκμηρίωση της θέσης πως το να επιβληθούν περιορισμοί στην ελευθερία λόγου δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί, εφόσον είναι επί της ουσίας αδύνατο να διαχωριστεί το τι συνιστά απεχθή ή απαγορευμένο λόγο και τι όχι.
Β2.β. Η συγγραφέας προκειμένου να προσδώσει έμφαση στην άποψη που εκφράζει στην τελευταία παράγραφο του κειμένου αξιοποιεί εκφράσεις που δηλώνουν απόλυτη βεβαιότητα: «κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει», «δεν συμβάλλουν επ’ ουδενί ούτε στη διεξαγωγή του διαλόγου, ούτε στην πρόοδο», «αλλά και άκρως αναγκαία», μεταφορική χρήση του λόγου, ώστε να τονίσει τον υψηλό συναισθηματικό αντίκτυπο του μισαλλόδοξου λόγου: «τα λόγια καταφέρουν πληγές μεγαλύτερες και βαθύτερες από τα όπλα», «προκαλούν ψυχική οδύνη, η οποία δε σβήνεται απλώς μ’ έναν αντίλογο», δεοντική τροπικότητα: «δεν πρέπει όλες οι μορφές της να αντιμετωπίζονται το ίδιο». Αξιοποιεί, τέλος, λέξεις οι οποίες φανερώνουν τον πόνο που βιώνουν οι άνθρωποι που γίνονται αποδέκτες μισαλλόδοξων μηνυμάτων: «ιδιαίτερα προσβλητικός», «ψυχική οδύνη», «συναισθηματικό άλγος».
Β3. Η προσπάθεια αναχαίτισης της ρητορικής μίσους με την καταφυγή σε απαγορεύσεις δεν εξυπηρετεί την κοινωνική συμβίωση, σύμφωνα με όσους αντιτίθεται σε αυτή τη μέθοδο, διότι οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αντιμέτωποι οι άνθρωποι με την επίγνωση πως δεν τους επιτρέπεται να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις τους αισθάνονται αγανάκτηση και καταπίεση, γεγονός που ενδέχεται να τους εξωθήσει σε πιο ακραίες εκδηλώσεις. Μη βρίσκοντας την εκτόνωση που επιζητούν μέσω της έκφρασης των όσων πιστεύουν, είναι, άρα, πιθανό να προχωρήσουν σε δράσεις που θα επιβαρύνουν πολύ περισσότερο τις κοινωνικές εντάσεις.
ΘΕΜΑ Γ
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του ποιήματος είναι η ανάγκη ύπαρξης κατανόησης, επιείκειας και αγάπης στις σχέσεις των ανθρώπων. Το θέμα αυτό τονίζεται αρχικά μέσω του τίτλου («Ανθρώπινη επιείκεια»), ο οποίος δίνει έμφαση στην αρετή αυτή που οφείλει να διακρίνει τη στάση των ανθρώπων απέναντι στους άλλους. Το ποιητικό υποκείμενο με την επανάληψη του επιρρήματος «ίσως», εκφράζει την απορία του γιατί δεν έχουν κατανοήσει ακόμη οι άνθρωποι την αξία της επιείκειας, εικάζοντας πως πιθανώς αυτό συμβαίνει, διότι δεν έχουν μάθει «να μετρούν», να αναγνωρίζουν, δηλαδή, το τι πραγματικά έχει αξία στη ζωή. Το ποιητικό υποκείμενο, πάντως, είναι διατεθειμένο να κάνει ό,τι χρειαστεί προκειμένου να περάσει το ουσιώδες αυτό μήνυμα στους συνανθρώπους του, αν και γνωρίζει πως χρειάζεται συνειδητή προσπάθεια από μέρους τους, όπως αυτό εκφράζεται με τη χρήση αλλεπάλληλων ενεργητικών μετοχών (επιμένοντας, γράφοντας, χαράζοντας). Το πιο καίριο μήνυμα, το «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», το ποιητικό υποκείμενο θα επιχειρήσει να το περάσει με τον ηπιότερο δυνατό τρόπο, όπως το δηλώνει με τη χρήση μεταφορικού λόγου («ηχογραφώντας τη φωνή μου σε ροδοπέταλα»), έστω κι αν γνωρίζει πως οι άνθρωποι δεν είναι ακόμη έτοιμοι να το καταλάβουν και να το αποδεχτούν.
Προσωπικά θεωρώ πως η σημασία της επιείκειας και γενικότερα της αλληλοκατανόησης, είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, ιδίως στην εποχή μας, καθώς οι άνθρωποι τείνουν να παρασύρονται από τον φανατισμό και το απρόσωπο των σύγχρονων σχέσεων, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν με αδιαφορία ή και σκληρότητα τους συνανθρώπους τους.
ΘΕΜΑ Δ
Αξιότιμοι καθηγητές, αγαπητοί συμμαθητές,
Θα ήθελα να αξιοποιήσω την ευκαιρία που μου δίνεται από το σχολείο μας, για να εκφράσω τις απόψεις μου σχετικά με το ολοένα και πιο επίκαιρο θέμα της ρητορικής μίσους και του μισαλλόδοξου λόγου. Ως μαθητής, αλλά και ως μέλος της κοινωνίας, οφείλω να δηλώσω εξαρχής πως κατά τη γνώμη μου η διαφύλαξη της αξιοπρέπειας, μα και της ασφάλειας όλων των συνανθρώπων μας αποτελεί μέγιστης αξίας ζητούμενο, γι’ αυτό και πιστεύω πως είναι θεμιτή η εφαρμογή απαγορεύσεων για την αντιμετώπιση της ρητορικής μίσους.
Όπως, πιθανώς, θα έχετε διαπιστώσει οι μισαλλόδοξες απόψεις και τα ρατσιστικά σχόλια στρέφονται συνήθως ενάντια στις μειονότητες της κοινωνίας μας, οι οποίες βιώνουν ποικίλες μορφές διακρίσεων και συχνά αδυνατούν να βρουν την αναγκαία υποστήριξη. Το να τίθενται στο στόχαστρο δογματικών και φανατισμένων ανθρώπων όσοι ανήκουν σε διαφορετική εθνότητα, έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ή έχουν διαφορετικό πολιτισμικό ή οικονομικό υπόβαθρο, θα έπρεπε να μας προκαλεί μεγάλη ανησυχία, εφόσον οι συνάνθρωποί μας αυτοί όχι μόνο βιώνουν έντονο συναισθηματικό τραυματισμό, αλλά κινδυνεύουν κιόλας σε περίπτωση που κάποιοι, παρακινημένοι από τη ρητορική μίσους, προβούν σε επιθετικές ενέργειες εναντίον τους.
Είναι, νομίζω, προφανές πως το κλίμα που δημιουργεί η εντεινόμενη ρητορική μίσους εις βάρος συγκεκριμένων μειονοτήτων, μπορεί εύκολα να οδηγήσει άτομα περιορισμένης συναισθηματικής και πνευματικής ωριμότητας στη διάπραξη βιαιοτήτων. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, πως η Ευρώπη έχει αντιληφθεί με το χειρότερο δυνατό τρόπο σε ποιες ακρότητες είναι ικανοί να φτάσουν οι άνθρωποι, όταν παρακινούνται κατ’ επανάληψη στο να διαμορφώσουν αρνητικές απόψεις για μια συγκεκριμένη εθνολογική ή άλλη ομάδα συνανθρώπων τους. Θα ήταν, άρα, σημαντικό ολίσθημα να αγνοήσουμε τα επώδυνα μαθήματα της ιστορίας μας και να επιτρέψουμε την ασύδοτη έκφραση μισαλλόδοξων απόψεων.
Οι όποιες ενστάσεις, άλλωστε, σχετικά με τον αντίκτυπο που θα έχουν τέτοιου είδους περιορισμοί στην ελευθερία λόγου και έκφρασης των ανθρώπων, είναι περισσότερο φιλοσοφικές παρά ρεαλιστικές. Η ελεύθερη διατύπωση εκφράσεων μίσους και αντιπάθειας, όπως και η ελεύθερα εκφρασμένη παρακίνηση στη βίαιη αντιμετώπιση των μειονοτήτων, δεν υπηρετούν ούτε τη δημοκρατία, ούτε την επιζητούμενη αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, ούτε, τέλος, την ουσία ενός δημοκρατικού διαλόγου.
Ως εκ τούτου, θεωρώ πως είναι χρέος μας να προφυλάξουμε τους συνανθρώπους μας που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες τόσο από τη συναισθηματική κακοποίηση που ήδη υφίστανται, όσο κι από την ενδεχόμενη βίαιη αντιμετώπισή τους. Η ελευθερία του λόγου, άλλωστε, όπως και κάθε άλλη μορφή ελευθερίας, έχει συγκεκριμένα όρια, τα οποία τίθενται από το σημείο που μέσω αυτής παραβλάπτεται το δικαίωμα της αξιοπρέπειας και της ύπαρξης των άλλων ανθρώπων.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.