Η κοινωνία, ως συλλογικότητα και ως αυτοθέλητη συνύπαρξη, υφίσταται πρωτίστως επειδή η ανθρώπινη λογική κατάφερε να ξεπεράσει την ατομοκεντρική παρόρμησή της κι επέβαλε την αιδώ και τη δίκη ως κανόνες τής διαχείρισης των κοινών. Η αιδώς (κυρίως) ως αυτοσεβασμός και η δίκη ως επιβολή της έννομης τάξης, της τάξης δηλαδή που προέρχεται μέσα από θεσπισμένους κανόνες, αποτελούν τις άφευκτες προϋποθέσεις για την οντότητα και την ύπαρξη κοινωνίας. Διότι είναι κατόρθωμα η δημιουργία και η διατήρηση των κοινωνιών και όχι κάτι αυτονόητο για τον άνθρωπο. Αιδώς και δίκη και απώλεια ατομοκεντρισμού αποτελούν αυτό που ιδανικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολιτική. Απότοκο δε της πολιτικής, αποτελεί η Δημοκρατία, η οποία όμως για να υπάρξει, απαιτεί την ύπαρξη ακόμα μιας προϋπόθεσης, της ελευθερίας. Για να πραγματωθεί κοινωνικά αλλά και βιωματικά για τον πολίτη, η ελευθερία πρέπει να εξυπηρετεί δύο απολύτως διακριτές ανάγκες. Την χωρίς εμπόδια δημιουργική και αποφασιστική ικανότητα και την χωρίς καταναγκαστικούς περιορισμούς και δεσμεύσεις δράση (ελευθερία για να / ελευθερία από). Συναρτάται δε άμεσα και πάντοτε από την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του πολίτη, γι’ αυτό άλλωστε η Παιδεία είναι ο καταλυτικός παράγοντας που τη θέτει σε κίνηση ή απλώς την αχρηστεύει! Σε κάθε αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία βεβαίως, για να επιτευχθεί ο μέγιστος βαθμός ελευθερίας, πρέπει να υποβάλλεται σε περιορισμούς δια κανονιστικών πράξεων, όσο κι αν τούτο μοιάζει με σχήμα οξύμωρο.
Στις μέρες μας, τόσο η ελευθερία όσο και η Δημοκρατία μοιάζουν ξένες με τον ίδιο τους τον εαυτό. Από τη μια η αυτοπαραίτητη των πολιτών από τις σοβαρότατες πολιτικές τους υποχρεώσεις και η διολισθητική ανάθεσή τους, σχεδόν εν λευκώ, σε εκπροσώπους κι από την άλλη η έλλειψη οξυδερκούς κριτικής σκέψης απέναντι στις, προσαρμοσμένες προς επιδερμική κατανάλωση, ιδεολογίες, έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή παρακμή. Μια έντονη πολιτική παρακμή η οποία όμως, με τη βοήθεια των εξόχως αποτελεσματικών επικοινωνιακών εργαλείων, παρουσιάζεται ως μια απολύτως φυσική των πραγμάτων εξέλιξη, εντείνοντας έτι περαιτέρω την αδιαφορία των πολιτών για τα κοινά.
Αυτή η διαστρεβλωτική για τη Δημοκρατία τακτική κορυφώνεται κατά την εκάστοτε προεκλογική περίοδο. Τα πολιτικά κόμματα, καθοδηγούμενα προφανώς από τη μεθυστική ψυχική τους ανάγκη για την κατάληψη της εξουσίας, παύουν κατά την περίοδο αυτή να παράγουν αληθινά και ουσιώδη πολιτικά επιχειρήματα και στοχεύουν πάντοτε στο ένστικτο. Ως συμπεριφορική τάση που εκδηλώνεται ανεξάρτητα από τη μάθηση και τη βιωματική εμπειρία, το ένστικτο δεν ελέγχεται από τη νόηση του ανθρώπου αλλά από την ορμεφυτική του δράση, από μια παρόρμηση που συνήθως δεν συνοδεύεται από τη λογική. Έτσι, ο πολίτης παρασύρεται, σχεδόν εγκληματικά, να ενεργήσει με τρόπο μη ορθολογικό μπροστά στην κάλπη. Η Δημοκρατία όμως, εξ ορισμού απαιτεί τη μη ενστικτώδη ψήφο για να λειτουργήσει αρχετυπικά. Απαιτεί την ψήφο εκείνη που, ως αποφασιστικό αποτέλεσμα σκέψης, έχει προκύψει από τη χρεία της πολιτικής ως κοινωνικός ακρογωνιαίος λίθος και όχι από την κομματική πολιτική της χρείας εξουσίας.
Στην Ελλάδα, η πολιτική τα τελευταία χρόνια σαρκώνεται μέσα από προπαγάνδες, από συντελεσμένες ανακολουθίες λόγων και έργων κι από έλλειψη λογοδοσίας, η οποία έχει καταστήσει την ευθύνη μια άγνωστη λέξη στο πολιτικό λεξικό. Χαρακτηρίζεται δε είτε από ουτοπικές εξαγγελίες είτε από μικροπρεπή εξουσιαστικά ατοπήματα και παρεκτροπές προς άγραν εκλογικής πελατείας, καθοδηγώντας (ενδεχομένως και ‘διδάσκοντας’) με τον τρόπο αυτό τους πολίτες στην απώλεια της κοινωνικής αυτοσυνείδησής τους. Η κοινωνία πλήττεται ολοένα και πιο βάναυσα αφού ο κοινωνικοκεντρικός χαρακτήρας της Δημοκρατίας έχει εσχάτως μετατραπεί σε έναν διαρκή και ατελέσφορο συνήθως, αγώνα ατομικής σωτηρίας. Είναι ασύγγνωστο λοιπόν το λάθος τής ενστικτώδους και όχι της ορθολογικής ψήφου. Η καθ’ έξιν επιλογή της πρώτης μέσα στο παραβάν, δεν λύνει συνήθως αλλά δημιουργεί πάντοτε προβλήματα έξω από αυτό!