Στην απαρχή της λογικής του, ο άνθρωπος, αυτός ο Homo sapiens, κατάλαβε πως δύο πράγματα είναι ξεχωριστά, ο ίδιος μέσα στη συνείδησή του κι η Φύση μέσα στα μάτια και τις ανέσπερες αισθήσεις του. Ονόμασε καθετί σωστό κι αρμονικό «φυσικό», προερχόμενο δηλαδή από τη Φύση. Κι ό,τι καλό είχε μέσα στην ψυχή του το ονόμασε «έμφυτο», την ανάσα του «φυσιολογική» και το πρόσωπό του το ίδιο το είπε «φυσιογνωμία» συνδέοντας την όψη του με τη ίδια τη Φύση, τόσο σημαντική κατάλαβε πως ήταν γι’ αυτόν! Έπλεξε την ύπαρξή του στο ίδιο υφαντό με εκείνο της Φύσης και θεοποίησε το νερό, τον αέρα, το φως και τη θάλασσα. Τα θεοποίησε όχι γιατί τα φοβήθηκε αλλά γιατί τα σεβάστηκε και θέλησε να τους δώσει την αξία που τους έπρεπε. Τα ξεχώρισε από οτιδήποτε α-φύσικο που καμιά ιδεολογία, φιλοσοφία ή δόγμα δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει ως αληθινό.
Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ταξιδέψει ακόμα, έγραψε ο ποιητής[1]. Η θάλασσά του είναι αυτή που δεν είδε ακόμα ο ταξιδευτής και μέσα του παλεύοντας η προσμονή με την ελπίδα ζυμώνουν μια εικόνα ιδανική γι’ αυτό που πρόκειται να έρθει. Αλληγορικά μίλησε βεβαίως γράφοντας τα λόγια αυτά, αλλά σήμερα κινδυνεύουμε κυριολεκτικά να μην έχουμε θάλασσα να ταξιδέψουμε γιατί μέρα με τη μέρα γίνεται πλαστική και γεμάτη δηλητήριο. Ποιο όνειρο άλλωστε μπορεί ταξιδέψει μέσα σε πλαστικούς ορίζοντες και ποια ελπίδα ζει σαν την ποτίζει κανείς με φαρμάκι; Τα καλοκαίρια μας θα γίνουν στεγνά κι οι χειμώνες θα πάψουν να ρίχνουν χιόνι. Αυτό το λευκό που στέλνει ο ουρανός να αγκαλιάσει ερωτικά τη Γη θα λείψει, θα γίνει ανάμνηση για μας και άγνωστη εικόνα για τα εγγόνια μας. Κι όταν η έρημος θα γεμίζει με σκόνη τις αισθήσεις μας θα καταλάβουμε πως ο άνθρωπος έπαψε να είναι σοφός, πως ακολούθησε έναν δρόμο ολισθηρό και παγωμένο σαν τα τριάντα αργύρια για τα οποία πρόδωσε το Περιβάλλον. Η Φύση μάς γεννά κι η ίδια μάς πεθαίνει γιατί έχει μνήμη και θυμάται πως κάθε πληγή πρέπει να την επουλώσει, κάθε αρχή έχει συνάμα κι ένα τέλος. Κι όσο κι αν προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε πως κάθε γέννημά της μπορούμε να το βάλουμε στο ζύγι και να του δώσουμε αξία ονομαστική σε χρήμα, εκείνη δεν μας ακούει. Ούτε θα μας ακούσει όταν έρθει η ώρα να ουρλιάξουμε γιατί πνίγει την ανάσα μας το οξυγόνο που χάθηκε μέσα στις εξατμίσεις των πολυεθνικών κι έγινε τοξικό, παρά μονάχα θα κλάψει γιατί δεν σεβαστήκαμε το ίδιο μας το σπίτι. Θα κλάψει και θα επουλώσει την πληγή της σβήνοντάς μας από πάνω της.
Το τραγικό πρόβλημα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος είναι πρωτίστως πρόβλημα του πολιτισμού μας. Του παγκόσμιου πολιτισμού αλλά και του ατομικού μας. Ζούμε παρά φύση, ονειρευόμαστε παρά φύση, απαιτούμε παρά φύση. Τίποτα δεν μας ανησυχεί πια παρά το γεγονός ότι βλέπουμε λιγότερα πουλιά στον ανοιξιάτικο ουρανό, γευόμαστε όλο και λιγότερες γεύσεις στα άγευστα πια φρούτα, εμφιαλώνουμε την ίδια τη ζωή και την πουλάμε αποτιμώντας τη σε δολάρια και σε ευρώ. Λες και η Φύση έχει ανάγκη να πληρωθεί με χρήμα. Ίσως θα πρέπει να κάνουμε ένα ταξίδι ψηλά στον ουρανό για να δούμε από κάτω τη νεκρή φύση που απλώνεται παντού στη Γη σαν καρκίνωμα, να δούμε το μαχαίρι που λίγο λίγο έχουμε μπήξει οι ίδιοι βαθιά μέσα στο λαιμό μας. Να θυμηθούμε πως κάποτε υπήρχε πράσινο εδώ και πουλιά και ζώα και αέρας που μύριζε ζωή. Και μια θάλασσα καθαρή και γαλάζια υπήρχε εδώ. Αλλά αντέχει ο ουρανός να μας σηκώσει;
–
[1] Στίχος από το ποίημα «Η πιο όμορφη θάλασσα» του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ