Έχοντας ήδη μπει σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, είναι ίσως η καταλληλότερη στιγμή για να αναλογιστούμε την ευθύνη αλλά και το καθήκον μας ως πολίτες μιας δημοκρατικά κυβερνώμενης πολιτείας. Θα ήταν δε απολύτως χρήσιμη μια δημοσκόπηση που θα αποτύπωνε, με τη σοβαρότητα της επιστημονικής στατιστικής μεθοδολογίας, το ποσοστό εκείνο των Ελλήνων που έχουν μέσα τους ασκήσει σοβαρή, αληθινή και αντικειμενική κριτική στην πολιτική αλλά και στους πολιτικούς που πρόκειται να ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές, είτε για την επόμενη κυβέρνηση είτε για την τοπική τους αυτοδιοίκηση. Θα ήταν ίσως η σημαντικότερη δημοσκόπηση των ημερών από την οποία θα μπορούσαν να εξαχθούν συμπεράσματα για την ίδια την ποιότητα της Δημοκρατίας μας. Διότι, η στιγμή της παρουσίας τού κάθε πολίτη μέσα στο παραβάν οφείλει να είναι αποκλειστικά και μόνο μια στιγμή απόλυτης ευθύνης και τίποτα άλλο. Ο συναισθηματισμός, και δη ο καθοδηγούμενος συναισθηματισμός στον οποίο επιδέξια στοχεύουν με όλη τους την μαεστρία οι τεχνίτες της επικοινωνίας, δε χωρεί εκεί μέσα, το συναίσθημα άλλωστε δεν είναι ικανό να κυβερνήσει! Η κρίση, η σύγκριση και τελικά η λογική σκέψη μα και η απόδοση ευθυνών ή ευσήμων για την αποτίμηση του πολιτικού τους έργου, κατά πώς αναλογεί στους κρινόμενους, είναι ίσως ορισμένα από τα ελάχιστα ψήγματα του πνεύματος της δημοκρατικής αυτοβουλίας που έχουν παραμείνει αναλλοίωτα μέσα στη στρεβλή αντιπροσωπευτική μας Δημοκρατία. Κι όμως, η κρίση των πολιτών λεηλατείται σε τέτοιες περιόδους από τους επαγγελματίες του δημόσιου λόγου και της πολιτικής. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Στον καιρό της καταναλωτικής, της αγχωτικά διεκπεραιωτικής και της απρόσωπης και μη ευαίσθητης κοινωνίας που οι ίδιοι έχουμε δομήσει, ο υπαρξιακός προβληματισμός των πολιτών επικεντρώνεται στο απλοϊκό συμπέρασμα ότι είναι αυτονόητη η σύνδεση του κοινωνικού συμφέροντος με τις πολιτικές επιλογές. Η πράξη όμως έχει αποδείξει πως απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα, γεγονός που αν και τα τελευταία χρόνια, από τον καιρό των μνημονίων μέχρι τις μέρες των κουπονιών για τα καύσιμα και το ηλεκτρικό ρεύμα, θα έπρεπε να έχει γίνει απολύτως αντιληπτό εντούτοις φαίνεται πως δεν έχει γίνει. Για τους πολιτικούς από την άλλη, ο αντίστοιχος υπαρξιακός τους προβληματισμός δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη με την παραγωγή πολιτικής σκέψης που θα μετουσιωθεί σε κοινωνικά επωφελές έργο αλλά μοιάζει να είναι απολύτως συνδεδεμένος με τα προνόμια και τη δύναμη που η εκάστοτε θέση εξασφαλίζει αλλά και με την προσωπική και την κοινωνική προβολή. Έτσι, ο ρεαλισμός και η λογική στην πολιτική, προκειμένου να δομηθεί ένα βιώσιμο και δίκαιο κοινωνικό όραμα, έχει μάλλον a priori χαθεί λόγω της αντίληψης της ίδιας της κοινωνίας για τα περί της πολιτικής ζητήματα! Ενδεχομένως δε, η ίδια η πολιτική πράξη, κατά συνέπεια και η πραγματικότητα της ζωής, να έχει πέσει θύμα της ίδιας της μελετημένης και καλοπληρωμένης προπαγάνδας που στοχεύει στο συναίσθημα του σώματος των ψηφοφόρων και να έχει χαθεί πια σε έναν αέναο και φαύλο κύκλο ασημαντότητας!
Είναι γεγονός ότι καμία ημιμαθής κοινωνία δεν είναι ικανή να αντισταθεί στο λαϊκισμό, στη μη επαληθευμένη είδηση που διασπείρεται εύκολα μέσα της αλλά και στον εκμαυλισμό τής πολιτικής ζωής, η οποία συχνά ιδιοποιείται από τους διαχειριστές τής εξουσίας και μετατρέπεται σε προσωπικό και ιδιόκτητο πεδίο δόξης. Ούτε βεβαίως στην ανάληψη της ευθύνης που της αναλογεί. Κάθε προσπάθεια απέκδυσης της όποιας πολιτικής ανεπάρκειας με τεκμηριωμένα επιχειρήματα συνήθως προσκρούει είτε στη λογοκρισία των μέσων ενημέρωσης είτε στην ίδια την αδυναμία των πολιτών να αντιληφθούν πως οι εξωραϊσμένες εικόνες που συνήθως προβάλλονται δεν παράγουν πολιτική αλλά είναι απλώς ένα εύπεπτο προϊόν για μαζική κατανάλωση. Συμβαίνει δε, ακριβώς λόγω της ημιμάθειας, ο πολίτης να θεωρεί πως η ψήφος του δεν μπορεί να αλλάξει ή να βελτιώσει τη ζωή του. Στρεβλώνει δηλαδή και καθιστά ο ίδιος αδύναμη την ψήφο του χωρίς να αντιλαμβάνεται πως η επικίνδυνη αυτή αποπολιτικοποίηση, η οποία τείνει να γίνει κανόνας και στάση ζωής στις μέρες μας, είναι ακριβώς το σημείο πάνω στο οποίο στοχεύουν οι ανεπαρκείς πολιτικές. Κι όμως, δεν είναι ούτε η τύχη ούτε οι συγκυρίες που βελτιώνουν τις συνθήκες με τις οποίες ζούμε αλλά οι ίδιες μας οι επιλογές. Οι επιλογές μέσα στο παραβάν μετά από την επίπονη κριτική μας σκέψη. Ίσως, έστω και την έσχατη στιγμή, δε θα πρέπει να ξεχνά κανείς πως δεν τον κυβερνούν οι εικόνες, τα tweets και τα σλόγκαν, αλλά οι πολιτικοί που έχουν όραμα. Όσοι από αυτούς έχουν. Διότι, μετά από την απομάκρυνση από την κάλπη, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται!