Ήταν η δεύτερη φορά που χιόνιζε εκείνη τη χρονιά. Το απαλό άσπρο που έσβηνε τα χρώματα έξω από το παράθυρο γαλήνευε την ψυχή του. Παρατηρούσε με τις ώρες, σα μαγεμένος θαρρείς, τις ανάλαφρες νιφάδες να πέφτουν πότε πάνω στα γυμνωμένα δέντρα, πότε μέσα στο παγωμένο ποτάμι που κυλούσε ράθυμα κάτω από το θολωτό πέτρινο γεφύρι και πότε πάνω στις σκεπές των σπιτιών που πάλευαν να ζεσταθούν ξεφυσώντας καπνό από τις πυρωμένες καμινάδες τους. Το τοπίο ησύχαζε και ηρεμούσε κάθε φορά που χιόνιζε στο μικρό χωριό, το ίδιο και οι άνθρωποι που άφηναν τις πλατείες και τα σοκάκια αδειανά, μονάχα κάτι αδέσποτα σκυλιά τριγύριζαν εδώ κι εκεί ψάχνοντας για καταφύγιο.
Έριξε μερικά ξύλα στο τζάκι για να δυναμώσει τη φλόγα κι έσφιξε πάνω του τη μάλλινη ζακέτα πριν καθίσει και πάλι στην πολυθρόνα δίπλα στο παραθύρι. Ήταν μόνος στο δωμάτιο, μόνος και στη ζωή. Άφησε το βλέμμα του ελεύθερο να ταξιδέψει εκεί έξω, στο λευκό τοπίο που ήταν οικείο μα και πρωτόγνωρο συνάμα. Είχε μια ομορφιά διαφορετική εκείνη τη μέρα, δεν ήξερε γιατί, ίσως επειδή όλα ήταν ακίνητα εκτός από το νερό που έμοιαζε σαν διάφανο βελούδο σε αργή κίνηση. Τη βουβαμάρα της στιγμής έσπαγε μονάχα η φωτιά που δυνάμωνε σπέρνοντας ολόγυρα τις πορτοκαλί θερμές ακτίνες της. Δεν της έδινε σημασία, τα μάτια του ήταν ακόμα καρφωμένα στις νιφάδες του χιονιού που έπεφταν από το βράδυ σκεπάζοντας κάθε σπιθαμή του χωριού. Νόμισε πως είδε κάτι να κινείται μέσα στο ακίνητο τοπίο αλλά ήταν σίγουρος πως έκανε λάθος, ποιος θα έβγαινε έξω τέτοια μέρα; Έφερε τα γυαλιά κοντά στα μάτια του κι κοίταξε πιο προσεκτικά. Μια ανθρώπινη φιγούρα ήταν στο γεφύρι που ενώνει τους δυο μαχαλάδες του χωριού, ακριβώς στη μέση, δεν έκανε λάθος. Κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι, λες και μερικά εκατοστά πιο μπροστά θα ήταν ικανά να τον κάνουν να δει καλύτερα, αλλά τα χνότα από την ανάσα του το θόλωσαν. Τραβήχτηκε πίσω. ‘Ποιος τρελός είναι τέτοια μέρα πάνω στο γεφύρι;’, αναρωτήθηκε. ‘Άσε που σε λίγο θα πάρει να νυχτώσει…’
Η φιγούρα παρέμενε εκεί, σχεδόν ακίνητη. Την κοίταζε προσπαθώντας να καταλάβει ποιος από τους συγχωριανούς του ήταν αλλά το χιόνι, που έπεφτε πιο πυκνό πια, τον δυσκόλευε. Θα είχε περάσει περισσότερο από μία ώρα κι όμως εκείνος ο άνθρωπος έστεκε υπομονετικά πάνω στο γεφύρι λες και κάτι περίμενε. Δεν ήταν η περιέργεια αυτό που ξύπνησε μέσα του αλλά η αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, πετάχτηκε από την πολυθρόνα και φόρεσε το χοντρό παλτό που ήταν κρεμασμένο στον καλόγερο δίπλα από την εξώπορτα. Έφυγε χωρίς να την κλειδώσει, όπως έκανε συνήθως κάθε φορά που άφηνε το σπίτι μόνο του από τότε που έχασε την κυρά Μαρία.
Το βήμα του ήταν γοργό παρά τα χρόνια που βάραιναν την πλάτη και τα πόδια του. Οι υγρές νιφάδες του χιονιού μούσκευαν τα γυαλιά του και με δυσκολία μπορούσε να διακρίνει τη φιγούρα πάνω στη γέφυρα. Ο κρύος αέρας που κατέβαινε από το βουνό έκανε τις ανάσες του δύσκολες. Τα σοκάκια του χωριού ήταν εντελώς αδειανά, είχαν χαθεί και τα σκυλιά που σίγουρα θα είχαν κουρνιάσει σε κάποιο απάγκιο για να κρυφτούν από το χιονιά. Το πλακόστρωτο τον δυσκόλευε, οι γυαλισμένες από το χρόνο πέτρες γλιστρούσαν με τόση υγρασία κι έπρεπε να κρατιέται πότε από τα κάγκελα στις αυλές των σπιτιών και πότε από τα παγκάκια στην άκρη του δρόμου για να μπορεί να κρατάει την ισορροπία του. Στη στροφή του δρόμου βρέθηκε στην ίδια ευθεία με το γεφύρι. Εκείνη η φιγούρα ήταν εκεί και τον κοίταζε στα μάτια, το ένιωσε έντονα το βλέμμα της παρόλο που ήταν ακόμα μακριά. Ήταν μια γυναίκα ντυμένη ανάλαφρα στα άσπρα. Σάστισε και σταμάτησε. Πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες γεμίζοντας τα πνευμόνια του με τον παγωμένο αέρα και το μυαλό του με μια μεγάλη απορία. Τι γύρευε εκείνη η γυναίκα μόνη μέσα στο χαλασμό να περιμένει ακίνητη πάνω στο γεφύρι;
Έκανε δειλά το πρώτο βήμα προς το μέρος της. Εκείνη εξακολουθούσε να έχει το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του. Ακόμα ένα βήμα κι ύστερα ακόμα ένα. Δειλά βήματα, προσεκτικά, λες κι ήταν η πρώτη φορά που περπατούσε! Κάτι ήθελε να της πει, κάτι να της φωνάξει αλλά δεν ήξερε τι, λαλιά δεν έβγαινε από μέσα του εκείνη τη στιγμή. Ακόμα ένα βήμα. Ύστερα κι άλλο ένα, ήταν μονάχα δυο τρία μέτρα μακριά της και σταμάτησε. Του έκανε ένα νεύμα να πλησιάσει κι άλλο κι εκείνος υπάκουσε τυφλά και σχεδόν μηχανικά τα πόδια του τον οδήγησαν δίπλα της. Του χαμογέλασε.
– Κρυώνεις; τον ρώτησε.
– Όχι… Λίγο… Κρυώνω λίγο, της απάντησε. Εσύ δεν κρυώνεις τόσο ελαφρά ντυμένη που είσαι;
– Καθόλου, αποκρίθηκε.
– Καθόλου;
– Οι αναμνήσεις δεν κρυώνουν μπαρμπα-Θανάση. Μονάχα ζεσταίνονται όταν τους πρέπει.
– Οι αναμνήσεις; ρώτησε απορημένος.
– Ναι, οι αναμνήσεις.
– Τι λες μωρέ; Τρελάθηκες; Ποιες αναμνήσεις; Έλα να σε πάρω στο σπίτι μου να σε βάλω δίπλα στη φωτιά να ζεσταθείς λιγάκι. Σε βλέπω ώρα πολύ που είσαι εδώ έξω στο κρύο, θα έχεις αρπάξει καμιά πνευμονία στα σίγουρα, της είπε κι έκανε να απλώσει το αδύναμο χέρι του να την πιάσει από το μπράτσο. Εκείνη στάθηκε ακίνητη και με την παλάμη της του έκανε νόημα να σταματήσει.
– Δε χρειάζομαι φωτιά για να ζεσταθώ, εσένα χρειάζομαι.
– Έλα κοπέλα μου, έλα να πάμε στο σπίτι και θα μου τα πεις όλα μόλις φτάσουμε. Έλα, της είπε πάλι.
– Στάσου για λίγο κι άκουσέ με, του απάντησε. Είμαι εδώ για να σου θυμίσω πως με έχεις ξεχάσει.
– Σε ξέρω μωρέ κορίτσι μου εσένα; Σε γνώριζα κι από παλιά και σ’ έχω ξεχάσει; Εσένα πρώτη φορά σε βλέπω. Έλα να πάμε στο σπίτι, έχεις κρυώσει εδώ έξω τόση ώρα και δεν ξέρεις τι λες!
– Με ξέρεις. Με ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα. Είμαι μέσα σου βαθιά και κρατώ για λογαριασμό σου όλες τις αναμνήσεις της ζωής σου. Αλλά εσύ αδιαφορείς για μένα, έχεις αρχίσει να με ξεχνάς. Με αφήνεις να σιγοπεθαίνω, αργά αργά και χωρίς να νοιάζεσαι. Είμαι η ανάμνηση της κόρης σου, όταν την έπιασες για πρώτη φορά στα χέρια σου και βούρκωσαν τα μάτια σου απ’ τη χαρά. Είμαι η ανάμνηση της μάνας σου, που σε κρατούσε στην αγκαλιά της όταν ένιωθες αδύναμος. Που άφησε ήσυχα την τελευταία της ανάσα μέσα στη δική σου αγκαλιά. Είμαι η ανάμνηση του πατέρα σου, που σε ξεπροβόδησε περήφανος σαν έφυγες για δουλειά στην Αθήνα. Είμαι η ανάμνηση της γυναίκας σου, σαν την αντίκρισες για πρώτη φορά σ’ εκείνη τη μικρή πλατεία να περπατά και σου κόπηκε η αναπνοή λες και χάθηκε από παντού ο αέρας. Είμαι η ανάμνηση της πρώτης σου αγάπης, του πρώτου σου φόβου, του πρώτου σου δισταγμού μα και της πρώτης σου χαράς. Στ’ αλήθεια είμαι εσύ! Είμαι όλα όσα είσαι κι όλα όσα σε οδήγησαν εδώ πάνω, σε τούτο το χιονισμένο γεφύρι αυτή την ώρα.
– Μα… μα δε σε ξέρω. Τι είναι αυτά που λες για μένα, ποια είσαι; Ποια κόρη μού λες; Δεν έχω κόρη…
– Σου απάντησα ήδη, τον διέκοψε. Είμαι εσύ, είμαι οι αναμνήσεις σου. Όλα αυτά που έχεις ξεχάσει. Άκουσε με σε παρακαλώ. Άκουσέ με έστω για λίγο, για τώρα, για τώρα που χιονίζει κι όλα γύρω έχουν γίνει άσπρα σαν τα μαλλιά σου.
– Οι αναμνήσεις μου;
– Ναι, οι αναμνήσεις σου. Αλλά με ξεχνάς πια και θα ξεχάσεις ποιος είσαι.
– Μα… δεν σε ξεχνώ. Δηλαδή… δεν ξεχνώ τις αναμνήσεις μου. Γιατί να τις ξεχάσω;… Τι είναι αυτά που λες; Με έχεις μπερδέψει. Με έχεις μπερδέψει πολύ. Έχεις μπερδευτεί κι εσύ, είμαι σίγουρος. Από το κρύο, έχεις μπερδευτεί από το κρύο. Έλα να πάμε στο σπίτι, να ρίξεις κάτι πάνω σου και να καθίσεις στο τζάκι. Έλα. Πάμε.
– Πάνε περισσότερα από σαράντα χρόνια που είχες έρθει στο χωριό για τις διακοπές εκείνο το καλοκαίρι. Η κόρη σου, η Ελένη, δε θα ήταν πάνω από δυο – τριών χρονών. Την είχες πάρει από το χέρι και περπατούσατε. Να, εδώ ήταν που σου ξέφυγε κι άρχισε να τρέχει και παραπατώντας έπεσε σε τούτη εδώ την πέτρα, είπε δείχνοντας του ένα σημείο κάτω από το χιόνι. Έγδαρε τα μικρά της γόνατα κι άρχισε να κλαίει. Την πήρες στην αγκαλιά σου στοργικά και της έδωσες ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο. ‘Μην κλαις καρδιά μου’, της είπες κι εκείνη έγειρε το κεφαλάκι της στον ώμο σου προσπαθώντας να σε κλείσει σφιχτά στη μικρή της αγκαλιά. Να εδώ, σ’ αυτήν εδώ την πέτρα, του είπε.
Έσκυψε παρά τα χρόνια του και καθάρισε το χιόνι. Έφερε το χέρι του πάνω από την παγωμένη πέτρα λες κι ήθελε να τη χαϊδέψει. Σαν την ακούμπησε συνειδητοποίησε πως εκείνη η άγνωστη γυναίκα έλεγε την αλήθεια. Είχε ξεχάσει! Η Ελένη, με τα βουρκωμένα ματάκια της είχε βρει καταφύγιο στην αγκαλιά του κι εκείνος την κρατούσε τόσο απαλά σαν να είχε στα χέρια του το πιο εύθραυστο πράγμα στον κόσμο. Ύστερα ήρθαν στο μυαλό του σαν χείμαρρος όλες οι αναμνήσεις της κόρης του. Η πρώτη μέρα στο σχολείο, η αγωνία για τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, ο γάμος της με τον Πέτρο και η εγγονή του, η Μαρία. Γονατισμένος στην κορυφή του γεφυριού άρχισε να κλαίει πάνω από εκείνη τη βρεγμένη πέτρα. Θυμήθηκε την κόρη του. Θυμήθηκε την εγγονή του. Ένιωσε ένα χέρι να τον πιάνει από τον ώμο του και γύρισε να δει ποιος ήταν. Μια αλαφιασμένη γυναίκα προσπαθούσε να τον σηκώσει όρθιο.
– Σήκω λεβέντη μου, σήκω να πάμε σπίτι που έφυγες μέσα στο χιονιά να κάνεις βόλτα στο χωριό. Ώρα που διάλεξες. Σήκω.
Ένιωσε πως τη γνώριζε, η φωνή της ήταν οικεία αλλά δεν μπορούσε να τη δει καθαρά, τα βουρκωμένα του μάτια και τα βρεγμένα του γυαλιά θόλωναν την όρασή του. Σηκώθηκε όρθιος, έβγαλε τα γυαλιά και σκούπισε τα μάτια του, τα καθάρισε από την υγρασία της συγκίνησης και γύρισε το βλέμμα του πάνω της.
– Μαρία; είπε απορημένος. Εσύ είσαι Μαρία;
Εκείνη έμεινε σαστισμένη να τον κοιτάζει.
– Κατάλαβες ποια είμαι; Με θυμάσαι; τον ρώτησε.
– Μαρία. Ζεις; Ζεις Μαρία μου; της είπε και την τράβηξε στην αγκαλιά του.
– Με θυμάσαι άντρα μου; είπε εκείνη και ξέσπασε σε λυγμούς.
– Σε θυμάμαι. Σε θυμάμαι αγάπη μου. Να…, να ετούτη η κυρία…, έκανε να πει γυρίζοντας προς το μέρος που βρισκόταν εκείνη η ασπροντυμένη γυναίκα αλλά δεν την είδε πουθενά. Σου ορκίζομαι πως ήταν εδώ. Ήταν εδώ και μου είπε πως ήταν η ανάμνηση… Να μην την ξεχάσω, έτσι μου είπε. Να μην την ξεχάσω γιατί θα ξεχάσω ποιος είμαι… Έτσι είπε Μαρία μου. Σε είχα για χαμένη. Για πεθαμένη. Θεέ μου, για πεθαμένη… Θυμήθηκα και την Ελένη μας. Την Ελένη μας και τη μικρή Μαρία, την εγγόνα μας. Όλα τα θυμήθηκα.
– Θεέ μου, κάνε το θαύμα να κρατήσει τούτη τη φορά. Κάνε το Θεέ μου, είπε η κυρά Μαρία τραβώντας τον από το χέρι.
Όταν έφτασαν στο σπίτι φόρεσαν στεγνά ρούχα και κάθισαν δίπλα στο παράθυρο που κοιτούσε στο μοναχικό γεφύρι. Της ιστόρησε τι είχε συμβεί κρατώντας σφιχτά στις γερασμένες παλάμες του τις δικές της παλάμες. Εκείνη τον άκουγε προσεκτικά, γελούσε με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Βαθιά μέσα της παρακαλούσε τούτο το θαύμα να είναι αληθινό. Μιλούσαν για ώρες πολλές δίχως να δίνουν σημασία στα ρολόγια που μέτραγαν το χρόνο χωρίς σταματημό. Σαν νύχτωσε, ο μπαρμπα-Θανάσης είχε ακόμα καρφωμένο το βλέμμα του στο χιόνι που δεν είχε σταματήσει να πέφτει από το προηγούμενο βράδυ. Δίπλα του καθόταν μια άγνωστη γυναίκα που τον κοιτούσε με μάτια κατακόκκινα. Δεν της έδωσε σημασία, την προσοχή του την είχε στραμμένη στα νερά του ποταμού που έτρεχαν γρήγορα πια και μανιασμένα, λες και βιάζονταν να κατεβούν στον κάμπο μια ώρα αρχύτερα και χαλνούσαν με τη βοή τους την ησυχία του δειλινού. Το γεφύρι ήταν άδειο, σαν τις σκέψεις του. Το απαλό άσπρο, που μόλις διακρινόταν πια κάτω από το φως των φανοστατών, έσβηνε τα χρώματα έξω από το παράθυρο και γαλήνευε την ψυχή του. Ήταν η δεύτερη φορά που χιόνιζε φέτος. Κάτι μέσα του παρακαλούσε να μη σταματήσει να χιονίζει. Το ίδιο παρακαλούσε κι εκείνη η άγνωστη γυναίκα που φώτιζαν τα θολωμένα της μάτια οι φλόγες από το τζάκι, η κυρά-Μαρία, που έμεινε πάλι μόνη να θυμάται και για τους δυο…