Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Οδυσσέας Ελύτης
Η γλώσσα μας είναι γεγονός πως σηκώνει ένα πολύ μεγάλο βάρος, σηκώνει την ίδια την Ιστορία μας. Συνάμα, αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της ιδιαίτερης κι ανάδελφης ταυτότητας του λαού σ’ αυτόν τον τόπο με τις πλούσιες αμμουδιές του Ομήρου. «Μαζεύω τα σύνεργά μου: Όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδυασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε» έγραψε ο Καζαντζάκης περιγράφοντας υπέροχα κι εξόχως στοχαστικά τις σκέψεις του. Σήμερα, μπορούμε να σκεφτούμε με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να αραδιάσουμε λόγια άξια που θα καρποφορήσουν; Ή μας αρκεί μια συντομογραφία για να δείξουμε τι το μυαλό μας εννοεί;
Καμία χάρτινη κι απαίδευτη λαλιά δεν μπορεί να αντέξει αναποδιές και κύματα, θέλει να είναι ζυμωμένη με ιδρώτα η σκέψη για να έχει αξία στην εκφορά της. Οι φωνές μας είναι βρεγμένες, ποτισμένες στην ευκολία του γρήγορου και της τεχνολογίας κι αρχίζουν να μυρίζουν δύσοσμα όπως τα ρούχα που δεν έχουν στεγνώσει. Ίσως είναι υπερβολή αλλά μοιάζει πως επικρατεί ένας μηδενισμός και μια ισοπεδωτική λογική που τείνει να σβήσει κάθε ιδιαιτερότητα μα και κάθε δυνατότητα της γλώσσας μας. Μιλάμε λίγες ελληνικές λέξεις πια, τις άκρως απαραίτητες για να συνεννοούμαστε στην καθημερινότητα. Ξεχάσαμε τον γλωσσικό μας πλούτο κι έτσι μοιραία σκεφτόμαστε ολοένα και λιγότερο πια, όσο είναι απαραίτητο για την καθημερινότητά μας. Πώς να δομήσει άλλωστε κανείς τον κόσμο μέσα του αν δεν έχει το συνεκτικό κρίκο των εννοιών, τη γλώσσα, ανεπτυγμένη και τις λέξεις πλούσιες να συνδράμουν στη νοητική του δραστηριότητα; Οι πόλεις μας στις μέρες μας, αν και πολύβουες, είναι βουβές ή έστω φτωχές στις λέξεις και στη γλώσσα μας.
Έχουμε προσωπική ευθύνη για τη γλώσσα μας, μάς κληροδοτήθηκε ανεξάλειπτη από γίγαντες ανθρώπους μα και θεούς και είναι απ’ τα κακουργήματα ίσως το πιο μεγάλο να την σκοτώνουμε και να την προσφέρουμε θυσία στο βωμό της ευκολίας, της καθημερινότητας ή ακόμα και της παγκοσμιοποίησης. Τη γλώσσα την υπηρετούμε για να μας υπηρετεί. Η ευφυία, ισχυρίζονται κάποιοι και μάλλον όχι άδικα, ίσως να σχετίζεται με τη γλωσσική ανάπτυξη μιας και δίνει περισσότερα εργαλεία (λέξεις κι έννοιες) στο νου για να σκεφτεί. Κι αν η γλώσσα είναι ο καθρέφτης της σκέψης, η σκέψη αντανακλά την κοινωνία και τη σχέση του ανθρώπου με αυτή. Τόσο σημαντική είναι η γλώσσα μας κι όσο την κακοποιούμε τόσο αυτή θα επηρεάζει αρνητικά το περιβάλλον που ζούμε. Η γλώσσα μας δεν είναι άχρηστη πραμάτεια να την κλείσουμε σ’ ανήλιαγα υπόγεια, θέλει καλλιέργεια και φως και ήλιο για να γίνει όμορφη σαν το λουλούδι, αυτός είναι άλλωστε ο προορισμός της, η ομορφιά!
Αναρωτηθήκαμε πού έχουμε φτάσει; Γινόμαστε άνθρωποι – έρμαια μιας ηλίθιας ασυδοσίας που επιβάλλεται δογματικά και χωρίς φειδώ και που σκοπό έχει την ομογενοποίηση και την απώλεια της ελευθερίας στη σκέψη. Σαν την θλιβερή πέτρα στο άγονο έδαφος που την κλωτσά κάθε ασήμαντος. Αυτή θα είναι η κατάληξη αν αφήσουμε κάθε ώρα που περνά να κηδεύονται οι όμορφες ελληνικές μας λέξεις. Ας μη στέκουμε ακίνητοι στο διάβα των ημερών και σκοτώνουμε λίγο λίγο τη γλώσσα, θα σκοτώσουμε στο τέλος του χρόνου και τη σκέψη μας κι ύστερα ο Ελύτης θα είναι ακατανόητος για τα παιδιά μας, ο Όμηρος ξένος ανάμεσα σε ξένους κι ο Δίας θα μείνει μονάχος στον Όλυμπο να καρτερά ανθρώπους να του αποκριθούν σε μια γλώσσα ξεχασμένη. Δεν μας αρμόζει.
Έχουμε αναλογιστεί το βάρος της ευθύνης αλλά και το τι θα συμβεί αν αυτοθέλητα ή ένεκα της αδιαφορίας μας εκδώσουμε ληξιαρχική πράξη θανάτου της ελληνικής; Η γλώσσα είναι η σκέψη μας. Η φωνήεσσα σκέψη είναι η γλώσσα μας. Πώς να τα ξεχωρίσει κανείς όταν κατανοήσει πως και τα δυο είναι πολύτιμα σαν την ανάσα του; Να το γράψουμε αλλιώς; Τις λέξεις μας φυλάξτε τες σαν κόρη οφθαλμού γιατί αλλιώς θα καταργήσουμε τη σκέψη. Τη δική μας. Την ελληνική.