Η πιστοποίηση της είδησης και η επαλήθευσή της δεν είναι ούτε υποκειμενική ούτε προσχηματική υποχρέωση για τον φορέα γνωστοποίησης ή κοινοποίησής της. Είναι δεοντολογική αναγκαιότητα ώστε να διασφαλίζεται η αυθεντικότητα, η ακεραιότητα, η πληρότητα και η αντικειμενικότητά της. Ως ένα πολύτιμο και αυτονόητα απαραίτητο άυλο αγαθό, η είδηση αποτελεί αφετηρία διαμόρφωσης της κοινής γνώμης αλλά και θεμέλιο συστατικό τού πολιτικού συστήματος και της Δημοκρατίας. Όμως, παρά την ανεκτίμητη κοινωνική της αξία, η είδηση δεν ανήκει πια στους καθ’ ύλην αρμόδιους για την ανίχνευση, τη διαχείριση, την επαλήθευση και τελικώς τη δημοσιοποίησή της, τους δημοσιογράφους. Η είδηση σήμερα διαχειρίζεται και διοχετεύεται στην κοινωνία μέσα από οδούς στις οποίες η βαρύτητα της υπογραφής του κοινοποιούντος ελάχιστη σημασία έχει. Με την καταστροφική δύναμη μιας πλημμυρικής έξαρσης, η λοιμική «δημοσιογραφοποίηση» μιας μεγάλης μερίδας χρηστών τού διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει οδηγήσει στην ανεξέλεγκτη πια υπερτροφία (άχρηστης) πληροφορίας και στον τραγικό, εν πολλοίς, υπερπληθωρισμό ειδήσεων, με υποβάθμιση στην ουσία, την ποιότητα και τη χρηστικότητά τους. Το δυστυχές είναι ότι η κοινωνία φαίνεται να το αποδέχεται ανεπιφύλακτα ως κάτι απολύτως φυσιολογικό, χωρίς στοιχειωδώς να ενεργοποιεί τη βάσανο της κριτικής σκέψης.
Η οικονομία, η πολιτική, ο αθλητισμός, ο πολιτισμός αλλά και ο ίδιος ο βίος των πολιτών παράγουν διαρκώς νέες συνθήκες με σχετικά σταθερή συχνότητα σε καθημερινή βάση. Ακόμα και όταν οι συνθήκες αυτές πληρούν τις προϋποθέσεις για να αποτελέσουν το συστατικό στοιχείο μιας είδησης (ένα γεγονός που αφορά μεγάλο πλήθος ανθρώπων, που ξεφεύγει από τους κανόνες και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, που η ιδιαιτερότητά του χρήζει μνείας κλπ.), πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία της έρευνας για την πιστοποίηση και την επαλήθευσή της πριν αυτή δημοσιοποιηθεί. Οι ειδήσεις άλλωστε, εξ ορισμού, πρέπει να ανακαλύπτονται και σε καμία περίπτωση να εφευρίσκονται! Η πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης, έχοντας επίγνωση του λειτουργήματος που επιτελούν, δεν αποκλίνουν από τη δημοσιογραφική δεοντολογία και οι ειδήσεις που παρουσιάζουν είναι ελεγμένες ως προς την πληρότητα και την πιστότητά τους, παρά βεβαίως το γεγονός ότι ιεραρχούνται στη βάση κριτήριων που εξυπηρετούν ενδεχομένως το μέσο και όχι την ίδια την είδηση. Τι γίνεται όμως με τα κοινωνικά δίκτυα;
Η ελευθερία τού δικαιώματος ελεύθερης εκφοράς δημόσιου λόγου δεν καθιστά το φορέα του αυτοδικαίως αξιόπιστο ενώ ακριβώς αυτή η ελευθεριότητα είναι ικανή να προκαλέσει σύγχυση των ορίων μεταξύ πραγματικού και φανταστικού ή τεχνηέντως κατασκευασμένου, είθισται δε να μεθοδεύεται μέσα από τη ρητορική τής, ενδεδυμένης με αληθοφανείς σοφιστείες, κενολογίας. Ελλείψει ελεγκτικών μηχανισμών και κατασφάλισης της αλήθειας, οι αυτόκλητοι «δημοσιογράφοι» του διαδικτύου μπορούν με σχετική ευκολία να κατασκευάζουν ειδήσεις και να τις παρουσιάζουν ακολουθώντας το τρίπτυχο δραματοποίηση – προσωποποίηση – κανονικοποίηση. Η προσωποποίηση δε, με τη δημιουργία έντονων και ανάγλυφων συναισθημάτων ταύτισης με τον καταναλωτή της είδησης, ενεργεί απ’ ευθείας σε συναισθηματικό επίπεδο λειτουργώντας σχεδόν με τρόπο καταλυτικό στη διάχυσή της μέσα στην κοινωνία. Τα παραδείγματα που θα μπορούσαν να αναφερθούν είναι πολλά, εσχάτως, ειρήσθω εν παρόδω, απασχολεί την κοινή γνώμη η έκδοση των ταυτοτήτων νέου τύπου. Το μείζον πρόβλημα που προκύπτει από αυτό το καινοφανές φαινόμενο είναι ότι έχει αναδειχθεί η παραπληροφόρηση σε διαχειριστή τής πειθάρχησης των συνειδήσεων. Ταυτόχρονα, λόγω της ευρείας διασποράς τους, η οποία ενεργεί συχνά ως πιστοποίηση αυθεντικότητας, οι κατασκευασμένες ειδήσεις ασκούν ωμή βία, κυρίως ψυχολογική, στο κοινό στο οποίο απευθύνονται, ειδικά όταν αυτό για οποιοδήποτε λόγο στερείται κριτικής σκέψης, ενώ ταυτόχρονα σχηματίζουν ένα επικίνδυνο μοντέλο κυριαρχίας. Οι κατασκευασμένες ειδήσεις γίνονται ακόμα πιο επικίνδυνες όταν αλλοιώνουν την πραγματικότητα και προσπαθούν να δημιουργήσουν μια νέα σμιλεύοντάς τη πάνω σε ανύπαρκτες εντυπώσεις ή θεωρίες (ή συνωμοσιολογίες).
Με δεδομένο το γεγονός ότι οι κοινωνίες είναι ευπρόσβλητες στην πόλωση, η δημιουργία και η διασπορά ψευδών ειδήσεων χρησιμεύει ως θεραπεία στις συστημικές αποτυχίες της πολιτικής. Ενδεχομένως λοιπόν η θεσμοποιημένη πια στρέβλωση των ειδήσεων και κατ’ επέκταση της αλήθειας, ειδικά εντός των τειχών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, να αποτελεί ένα ισχυρό πολιτικό εργαλείο. Οι στρατηγικές άλλωστε που αναδημιουργούν και αναπλάθουν την κοινή γνώμη πάντοτε βρίσκονται στην πρώτη γραμμή τού πολιτικού σχεδιασμού ώστε να οικοδομούν μια τεχνητή πραγματικότητα την οποία με ευκολία εμπορευματοποιούν οι πολιτικοί και τη διαθέτουν προς πώληση στο καταναλωτικό τους κοινό, τους ψηφοφόρους. Η ευθραυστότητα της αλήθειας είναι η αχίλλειος πτέρνα της αλλά ταυτόχρονα είναι και η δύναμή της. Αρκεί να θυμάται ο πολίτης ότι δεν υπάρχει τίποτα απλούστερο από την αλήθεια, το ψεύδος απαιτεί πολυπλοκότητα στην κατασκευή του και μαεστρία στη διασπορά του.