Για τον πολιτικό που υπηρετεί τη Δημοκρατία, η πολιτική δεν (πρέπει να) είναι επάγγελμα, αν και απαιτεί επαγγελματικού επιπέδου στοχοπροσήλωση, δεν (πρέπει να) είναι εργασία που αποσκοπεί στο βιοπορισμό, αν και απαιτεί άσκηση δημιουργικής δραστηριότητας και δεν (πρέπει να) είναι δουλειά, αν και απαιτεί παραγωγή πνευματικού, κυρίως, αποτελέσματος. Η άσκηση πολιτικής άλλωστε, όταν καταπίπτει σε επίπεδο επαγγελματικής ενασχόλησης είναι σχεδόν βέβαιο ότι ως βιωματική πρακτική δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται από συμβιβασμούς, μετριότητα και ολιγοσύνη. Ο πολιτικός βίος, μέσα στην κοινωνική ιερότητα του και στην κρυστάλλινη διαύγεια στην οποία πρέπει να σαρκώνεται, δεν μπορεί να στηρίζεται ούτε σε ανερμάτιστα ιδεολογήματα ούτε σε εξωραϊσμένα εφευρήματα μη σημαντικής πολιτικής σκέψης στην περίπτωση που ο πολιτικός αντιλαμβάνεται την πολιτική ως επάγγελμα και όχι ως λειτούργημα υψηλής μάλιστα ευθύνης.
Η άσκηση πολιτικής είτε για βιοπορισμό, είτε εξ εθισμού λόγω της ισχύος η οποία συνοδεύει de facto τις θέσεις ευθύνης, και η οποία ενδεχομένως να εκλαμβάνεται και ως προσωπική ισχύς και όχι ισχύς της θέσης ή του θεσμού, μπορεί να λειτουργήσει δυνητικά ως εξελικτική πέδη καθόσον μπορεί να στερήσει από τις θέσεις ευθύνης καινοτόμες και αξεθώριαστες πολιτικές ιδέες και πρακτικές ικανότερων ενδεχομένως πολιτικών προσώπων. Θα ήταν βεβαίως πλάνη αν επιμείνει κανείς εμφατικά ότι κάθε τι νέο είναι καλύτερο από το προηγούμενό του καθόσον θα αποκλειόταν αυτομάτως από τη δύσκολη πολιτική εξίσωση η πολύτιμη εμπειρία, αλλά στην περίπτωση της Δημοκρατίας οφείλουμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι προϋπόθεση για τη γέννηση εξέλιξης είναι η καρποφορία μιας νέας ιδέας. Και φορείς νέων ιδεών δεν μπορεί εύκολα να είναι οι επί μακρόν ίδιοι άνθρωποι – διαχειριστές των κοινών υποθέσεων. Και τούτο διότι αντικειμενικά, ακόμα και η εναργέστερη αυτοπροσφορά έχει κάποιο όριο όπως και η πιο φιλότιμη δυνατότητα πολιτικής αξιοποίησης ατομικών προσόντων και δεξιοτήτων. Ρεαλιστικά λοιπόν είναι σχεδόν αυταπόδεικτο ότι κανείς δεν μπορεί να προσφέρει με την ίδια ορμή προς (εξ)υπηρέτηση τού κοινού καλό μετά από πολλές θητείες στην πολιτική, είτε αυτή είναι η Βουλή των Ελλήνων είτε η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ειδικά στην Τοπική Αυτοδιοίκηση όπου δεν είναι σπάνια τακτική η μεταπήδηση υποψηφίων από το ένα ψηφοδέλτιο σε στο άλλο, σε πολλές δε των περιπτώσεων χάριν προσωπικής ωφελιμοθηρίας και χωρίς ουσιώδη πολιτική τεκμηρίωση, γίνεται προδήλως φανερή η ατομοκεντρική αντίληψη της πολιτικής.
Το ‘επάγγελμα’ του πολιτικού ενδεχομένως να αποτελεί για ορισμένους απλώς ένα όχημα επιβίωσης, για άλλους δε, μια -ίσως- ψυχαναγκαστική εμμονή για την οποία η διάθεση προσφοράς δεν είναι παρά το πρόσχημα για την ικανοποίησή του. Ταυτόχρονα, είναι εμπειρικά επιβεβαιωμένη η δυσκολία στην ανάδειξη νέων πολιτικών προσώπων, γεγονός που συνδράμει στη διαιώνιση του είδους τού επαγγελματία πολιτικού. Η πλασματική πεποίθηση που έχει εγκολπωθεί βαθιά μέσα στην κοινωνία ότι η ενασχόληση με τα κοινά είναι ένα έργο που μπορεί να το επιτελέσουν μόνο ορισμένα προβεβλημένα πολιτικά πρόσωπα, άρα και εκλόγιμα, αποτρέπει την ενεργό εμπλοκή νέων πολιτών στην πολιτική. Η αυτοπαγίδευση της κοινωνίας σ’ αυτή την καταστροφική λογική την έχει οδηγήσει στην οδυνηρή, για την ίδια, πολιτική της αποχαύνωση. Δεν είναι λοιπόν λίγες οι φορές που εκ των γεγονότων διαπιστώνεται ότι η πολιτική στη Δημοκρατία δεν εξυπηρετεί τον πολίτη αλλά τον πολιτικό! Εύλογο λοιπόν το ερώτημα: Ποιο είναι το κοινωνικό όφελος από την επώαση αυτής της λογικής ως μια πολιτική φυσιολογικότητα;