Είναι άραγε Θεός εκείνος που πλάθει κόσμους φανταστικούς κι ανύπαρκτους, είτε αραδιάζοντας τη φαντασία του με λέξεις είτε με χρώματα είτε με μουσική και θέατρο και τέχνες; Ή είναι σαν Θεός; Ή δεν είναι τίποτα και θα ’χει κι αυτός μια κηδεία σαν όλων των ανθρώπων τις κηδείες στο τέλος των σκέψεών του; Τούτο τελικώς, μάλλον, δεν έχει σημασία διότι είναι πρώτα απ’ όλα χτίστης που, αυτοθέλητα και με γνώση των κινδύνων, κρέμεται ψηλότερα από τον κόσμο του αισθητού και διαισθανόμενος την κοινωνία προσπαθεί να την ξεδιψάσει απ’ το πολυτιμότερο αγαθό που έπλασε του ανθρώπου η νόηση, την ελευθερία! Και το σημαντικότερο είναι πως τη διδάσκει στην πιο καθαρή και διαυγή μορφή της.
Η κοινωνία είναι χορτασμένη από φόβο, από εγωισμό, από δόξα μάταιη αλλά κι από ταπείνωση κι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις που συσσωρεύονται ανεξέλεγκτα σαν τα κύτταρα του καρκίνου στο θυμικό και προκαλούν αρρώστιες της ψυχής που δεν μπορεί το φάρμακο του επιστήμονα πια να τις γιατρέψει. Προσπαθεί να δραπετέψει έξω από τα όρια του φόβου μα διέξοδο δε θα μπορούσε να βρει αν δεν υπήρχαν εκείνοι οι αθεράπευτα ονειροπόλοι ποιητές που πασχίζουν νυχθημερόν να γαληνέψουν την ορμή προς θάνατο. Θάνατο της ψυχής, θάνατο των ονείρων, θάνατο της ελπίδας που μοιραία οδηγεί στην καταστροφή και την αποσύνθεση κάθε ωραίου και κάθε ιδανικού. Τι κι αν έχουμε φτάσει ως τα δω, η ιστορία δε χαρίζεται σε κανέναν, ούτε καν στους νικητές, ο κίνδυνος να μεταμορφωθεί ο άνθρωπος σε μηχανή είναι ορατός, είναι μπροστά στα μάτια μας κι ας κάνουμε πως δεν τον βλέπουμε, κι ας πασχίζουμε να κάνουμε τις μηχανές ανθρώπους.
Γράφει ο Απόστολος Παλιεράκης: «Άμοιροι πλέον; | Και άμοιροι ευθυνών; | Πώς το δέχεσαι;» (Ποιητική συλλογή «βραχύσωμες πτήσεις – παρεκκλίνουσες», εκδόσεις Μανδραγόρας). Το θάμα δεν είναι πρέπον να το προσμένεις, δε θα ‘ρθει ποτέ, η Παλλάδα απαιτεί να προσπαθήσεις, τίποτα δε γίνεται και δε γεννιέται μονάχο του. Ποιος όμως θα μας δείξει το δρόμο, αν όχι οι ποιητές; Οι ποιητές της ελευθερίας. Οι ποιητές που οι ίδιοι πρώτα ελευθερώθηκαν από τα δεσμά του φόβου που προκαλεί θάνατο και του θανάτου που προκαλεί φόβο κι άνοιξαν διάπλατα την πόρτα στην αποσάθρωση κάθε δόγματος από εκείνα που κλείνουν ερμητικά την ανθρώπινη σκέψη μέσα σε λαβύρινθους αδιάβατους κι αταίριαστους για τη Φύση. Ποιητής δεν είναι όποιος γράφει ποιήματα, είναι εκείνος που τα ζει. Ποιητής δεν είναι όποιος γράφει ποιήματα, είναι εκείνος που πεθαίνει γι’ αυτά. Ποιητής είναι αυτός που δείχνει το δρόμο για την ελευθερία στο διπλανό του, σ’ όποιον έχει κλειστεί πίσω απ’ τα σίδερα της υποταγής, σε κάθε άνθρωπο που έχει συνείδηση του χειμώνα κι επίγνωση της θέσης του στην ιστορία και διψά να ξεφύγει, πρώτα ο ίδιος κι ύστερα οι σκέψεις του. Κι αν μοιάζει στη Σειρήνα γιατί έχει στα χέρια του εργαλεία κοφτερά, τη γλώσσα, το χρώμα, την κίνηση, τη σμίλη, δεν παραπλανεί, δεν ξεγελά, αλλά γελά την πλάνη, γελά στην πλάνη και την ξεγυμνώνει στα μάτια του Ανθρώπου για να τον λευτερώσει από μυθοπλασίες αφύσικες και αξιώματα αναπόδεικτα με βάρος χιλίων τόνων που κανείς νοήμων δεν μπορεί να σηκώσει, ούτε καν να ανεχτεί.
Τι είναι τελικώς ο ποιητής και τι πρέπει να μάθουμε εμείς οι θνητοί από αυτόν; Πως δεν είναι Θεός. Ούτε καν σαν Θεός. Είναι κάτι ίσως μεγαλύτερο, κι ας έχει μια κηδεία σαν όλων των άλλων τις κηδείες, είναι δημιουργός Κόσμου. Κόσμου χωρίς φόβο, κόσμιου και βαθιά ανθρώπινου γιατί μάλλον είναι πρώτα Άνθρωπος… Αληθινός!
0 Σχόλια