Είναι δυνατόν να υπάρξει πολιτική αλλά και εφαρμογή της Δημοκρατίας χωρίς την ενεργό συμμετοχή των πολιτών; Αν και η απάντηση μοιάζει πως είναι προφανής, η καθημερινή πρακτική δυστυχώς φανερώνει ακριβώς το αντίθετο! Η εμπειρία συμμετοχής στη διακυβέρνηση και στη λήψη αποφάσεων για τις κοινές υποθέσεις είναι απρόσιτη και σχεδόν ξένη για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών και ως επί το πλείστο περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Η ενεργοποίησή τους όμως μέσα σε ένα πλαίσιο αλληλεπιδραστικής και αμφίδρομης διαδικασίας με τη δημοτική και την περιφερειακή αρχή, αποτελεί μια θεμελιώδη και εξόχως ουσιώδη δημοκρατική διαδικασία, μέσα από την οποία μπορούν να εντοπιστούν ευκαιρίες, να αναλυθούν προβλήματα και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εκείνες για τη ρεαλιστική επίλυσή τους με το μικρότερο δυνατό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Αν και υπάρχουν θεσμοθετημένες επιτροπές διαβούλευσης, εν τοις πράγμασι δεν έχουν απολύτως καμία ουσιαστική προσφορά στο δημόσιο διάλογο, αντιθέτως, χρησιμοποιούνται κυρίως για τη γραφειοκρατική διεκπεραίωση και τη νομιμοποίηση συνήθως ήδη ειλημμένων αποφάσεων.
Ο δημόσιος διάλογος στο πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης όφειλε να είναι μια αυτονόητη διαδικασία, ένα κοινωνικό γεγονός πραγμάτωσης της συλλογικής δημοκρατικής συμβίωσης, το οποίο θα λειτουργούσε ως δυναμικό έρεισμα άσκησης εξουσίας. Η αμφίδρομη συνάρτηση άλλωστε του διαλόγου και της εξουσίας είναι εκείνη που οδηγεί στη δημιουργία γνώσης, στην κινητοποίηση πόρων, στην καλλιέργεια αληθινών σχέσεων και στην εκτίμηση της διαφορετικότητας. Όλα αυτά, μέσα από τις δημοκρατικές αρχές και τη χρηστή διοίκηση, το σεβασμό, την ανταπόκριση στην ευθύνη, την καθολική εφαρμογή της νομιμότητας αλλά και τη συμπερίληψη, οδηγούν την κοινωνία στη δημιουργία υπεύθυνων πολιτών, με σωστή ενημέρωση, οι οποίοι επιθυμούν και αναζητούν την συμμετοχή τους στην πρόοδο του τόπου τους. Το γεγονός ότι κάθε πρόκληση αλλά και πρόβλημα αντιμετωπίζεται συνήθως ερήμην των πολιτών, δεν αποτελεί την ιδανική συνθήκη για τις αυτοδιοικητικές αρχές καθόσον, ανάμεσα στα άλλα, χάνουν και την ίδια την ανατροφοδότηση της κοινωνίας επί των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Αυτή η απροσδιοριστία ανάμεσα στο κοινωνικά επιθυμητό και το πολιτικά σχεδιαζόμενο, οδηγεί τον πολίτη στην απώλεια της εμπειρικής αμεσότητας και της βιωματικής αντίληψης του πολιτικού αυτοδιοικητικού γίγνεσθαι. Το αποτέλεσμα βεβαίως, είναι η πλήρης αδιαφορία των πολιτών για τα κοινά και η στελέχωση των αυτοδιοικητικών παρατάξεων με την ανακύκλωση των ίδιων διαρκώς ανθρώπων, χωρίς ανανέωση και χωρίς την εισροή νέων ιδεών, ηθών και δυνάμεων. Οι πολίτες στην καθημερινή αυτοδιοικητική πρακτική συνήθως δεν έχουν λόγο, εκτός κι αν μεμονωμένα προσπαθήσει κανείς να διατυπώσει, εν είδει μονολόγου, την άποψή του σε μέσα ενημέρωσης ή σε κοινωνικά δίκτυα.
Για να επιλυθούν τα σοβαρά ζητήματα κάθε περιοχής δεν μπορεί να επιλέγεται τον 21ο αιώνα η διαχωριστική λογική του «εμείς οι πολιτικοί» κι «εσείς οι πολίτες» έναντι της δυναμικής συμμετοχικής ένταξης ολόκληρου του ανθρώπινου δυναμικού στη δημιουργική διαδικασία εύρεσης των βέλτιστων πρακτικών για τη τοπική αυτοδιοικητική διακυβέρνηση. Ο πολιτικός πρέπει να δεσμεύσει τον πολίτη ώστε να συν-διαμορφώσει την πόλη του και την περιφέρειά του, ώστε να είναι συν-υπεύθυνος για την ιστορία που γράφεται κάθε μέρα που περνά, ώστε να αποκτήσει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη της κοινωνίας που ζει. Ο δημόσιος διάλογος αποτελεί ουσιώδους σημασίας δημοκρατική διαδικασία, εντούτοις όμως δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης, στο οποίο και εφικτό είναι να εφαρμοστεί και απολύτως ρεαλιστικό. Γιατί άραγε; Την απάντηση ενδεχομένως θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην τόλμη και στο μέγεθος των αυτοδιοικητικών πολιτικών που άρχουν.