Ακολουθήστε με στο Facebook

Πάλι ξύπνησα μέσα στην αγκαλιά της μαμάς μου κι είναι ακόμα νύχτα νομίζω. Την αγαπάω τη μαμά μου πολύ αλλά τις τελευταίες μέρες που φύγαμε από το σπίτι και είμαστε σ’ αυτό το υπόγειο δε με αφήνει να κοιμηθώ καλά το βράδυ. Όλο με σηκώνει και με παίρνει στα χέρια της κι εγώ ξυπνάω. Δηλαδή, μερικές φορές ξυπνάω και μερικές όχι γιατί τα μάτια μου δεν ανοίγουν εύκολα, προσπαθώ να τα ανοίξω αλλά εκείνα κλείνουν μόνα τους. Και μετά νυστάζω. Ευτυχώς, η αγκαλιά της μαμάς μου είναι πολύ ζεστή και με παίρνει πάλι ο ύπνος γρήγορα. Το ίδιο κάνουν κι άλλες μαμάδες μερικές φορές με τα παιδιά τους εδώ στο υπόγειο, ειδικά όταν ακούγονται απ’ έξω δυνατοί ήχοι. Αλλά δεν με πειράζουν οι ήχοι, είναι που η μαμά μου κάθε φορά που ακούγεται αυτός ο ήχος με σφίγγει δυνατά και πονάω. Ξέρω πως με αγαπάει πολύ αλλά εγώ θέλω να με αφήσει να κοιμηθώ.

Έχει πλάκα εδώ στο υπόγειο αλλά μου λείπει το κρεβατάκι μου κι η απαλή μου κουβέρτα και τα παιχνίδια μου. Δεν πρόλαβα να πάρω μαζί τα παιχνίδια μου, ήταν βιαστική η μαμά. Ούτε τα άλλα παιδιά πρόλαβαν κι έτσι δεν έχουμε παιχνίδια αλλά ευτυχώς παίζουμε κρυφτό και κυνηγητό. Καμιά φορά μας μαζεύουν όλα τα παιδιά μαζί και μας λένε παραμύθια. Αλλά μερικές φορές βαριέμαι. Βαριέμαι και πεινάω γιατί η μαμά ξέχασε να φέρει πολύ φαγητό. Γι’ αυτό κι εγώ κλαίω καμιά φορά και μετά κλαίει κι εκείνη. Κλαίμε μαζί δηλαδή.

Το πρωί μού χαϊδεύει τα μαλλιά. Μου αρέσει όταν μου χαϊδεύει τα μαλλιά, το χέρι της είναι πιο απαλό κι απ’ την αγαπημένη μου κουβέρτα. Κι όσο με χαϊδεύει εγώ κάνω πως κοιμάμαι γιατί δε θέλω να σταματήσει. Αλλά εκείνη νομίζω πως ξέρει ότι δεν κοιμάμαι γιατί πλησιάζει στο αυτάκι μου και μου ψιθυρίζει «Καλημέρα!». Κι εγώ δεν μπορώ να κρατηθώ και γελάω. Και μετά γελάει κι εκείνη. Αλλά μετά κλαίει. Ναι, τώρα τελευταία γελάει και μετά κλαίει.

Το πρωί πάλι έκλαιγε αλλά κοίταζε αλλού για να μην τη δω. Αλλά βλέπω τα μάτια της που είναι κόκκινα. Όταν κλαίει τα μάτια της γίνονται κόκκινα και γεμάτα νερό, σαν να έχει βουτήξει στη θάλασσα! Μου είπε πως είμαι δυνατός, πολύ δυνατός. Ήρωας είσαι, μου είπε. Αχρείαστος ήρωας γιέ μου. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό αλλά σίγουρα είναι κάτι καλό για το λέει η μαμά. Όλα τα παιδιά εδώ είστε ήρωες, μου είπε. Κι εγώ γελούσα πολύ γιατί εμείς οι ήρωες μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, ακόμα και να πετάμε στον ουρανό!

Πεινάω. Μου έδωσε πάλι λίγο γάλα και μου είπε πως θα μου δώσει κι άλλο μετά. Έτσι μου είπε και χτες και προχτές και δεν μου έδωσε. Θα το ξέχασε. Δεν πειράζει όμως γιατί εδώ στο υπόγειο το πρωί τρέχουμε γύρω γύρω με τα άλλα παιδιά και παίζουμε και γελάμε.

Το μεσημέρι δεν τρώμε στο τραπέζι όπως κάναμε όταν ήμασταν στο σπίτι. Τρώμε κάτω. Έχει φέρει η μαμά κάτι ωραία πλαστικά πιατάκια και τρώμε εκεί. Κάθομαι στα πόδια της και με ταΐζει αν και μερικές φορές παίζω με τα άλλα παιδιά κι απλώς μου δίνει μια μπουκιά και μετά τρέχω γύρω γύρω μαζί με τα άλλα παιδιά μέχρι να την καταπιώ. Και μόλις την καταπιώ, μετά πάω πάλι στη μαμά και μου δίνει κι άλλη μια μπουκιά.

Την αγαπάω πολύ τη μαμά αλλά μου λείπει κι ο μπαμπάς. Έχω να τον δω πολλές μέρες τώρα. Όταν γύριζε το απόγευμα στο σπίτι με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με πετούσε ψηλά κι εγώ γελούσα. Η μαμά τού φώναζε. Αλλά τώρα έχει μέρες να με πετάξει κάποιος ψηλά εδώ κάτω στο υπόγειο που είμαστε. Ούτε οι μπαμπάδες των άλλων παιδιών είναι εδώ, μόνο οι μαμάδες. Μερικές φορές νομίζω πως οι μπαμπάδες δεν μας αγαπάνε γι’ αυτό κι έφυγαν. Αλλά επειδή ξέρω πως ο δικός μου ο μπαμπάς με αγαπάει, μάλλον απλώς κάπου θα έχει πάει και ξεχάστηκε να γυρίσει. Αλλά θα γυρίσει. Τον αγαπάω πολύ τον μπαμπά μου. Πιο πολύ γιατί με πετάει ψηλά!

Σήμερα η μαμά είπε πως πρέπει να πάει έξω για να φέρει φαγητό και μερικά πράγματα. Με πήρε αγκαλιά και με φίλησε αλλά εγώ δεν ήθελα, παίζαμε κυνηγητό με τα άλλα παιδιά. Περνούσα πολύ ωραία, μάλιστα, όταν ήρθε ένας κύριος και κάτι έλεγε στις άλλες μαμάδες, εγώ πήγα και κρύφτηκα πίσω του και δεν μπορούσε να με βρει κανείς. Φορούσε ένα μακρύ παλτό και ήταν η καλύτερη κρυψώνα. Γύρισε και με πήρε στην αγκαλιά του. Με κοίταξε στα μάτια κι εγώ του χαμογέλασα. Φορούσε ένα περίεργο σιδερένιο καπέλο και προσπάθησα να το πιάσω. Αλλά με πήρε στην αγκαλιά της η μαμά που κοιμόταν δίπλα μας. Τα μάτια της ήταν γεμάτα θάλασσα και κατάλαβα πως μάλλον έκλαιγε γιατί είχε χαϊδέψει τα μαλλιά του δικού της παιδιού. Μετά ήρθαν κι οι άλλες μαμάδες κι όλες είχαν μάτια γεμάτα θάλασσα και με πήραν όλες στην αγκαλιά τους. Αλλά βαρέθηκα. Ήθελα να παίξω. Και πεινούσα. Κοίταξα γύρω γύρω αλλά η μαμά δεν είχε έρθει ακόμα.

Εκείνο το βράδυ φοβήθηκα πολύ. Η μαμά είχε καθυστερήσει, μπορεί να πήγε να βρει τον μπαμπά, δεν ξέρω. Αλλά έπρεπε να κοιμηθώ χωρίς αυτή. Χώθηκα βαθιά κάτω από τα σκεπάσματα και ονειρεύτηκα το σπίτι μας. Τη μαμά, τον μπαμπά και όλα μου τα παιχνίδια. Ήθελα να φύγω από το υπόγειο και να πάω στο δωμάτιό μου μαζί με όλα τα άλλα παιδιά. Με πήρε ο ύπνος αμέσως. Η μαμά δεν ήταν εκεί κι έτσι κανένας δεν με πήρε αγκαλιά εκείνο το βράδυ κι ούτε με ξύπνησε. Το πρωί όμως που ακόμα δεν είχε έρθει η μαμά, άρχισα να κλαίω. Έκλαψα δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσα. Δεν μπορεί, όπου κι αν είναι θα με ακούσει και θα γυρίσει. Γι’ αυτό κι έκλαιγα συνέχεια και δεν ήθελα να παίξω. Κοίταξα τη λάμπα ψηλά στο ταβάνι κι ήθελα να έρθει ο μπαμπάς να με πετάξει ψηλά. Όσο πιο ψηλά μπορούσε για να ακουστεί το κλάμα μου μακριά, να το ακούσει η μαμά. Δεν μπορεί, θα με ακούσει, σκέφτηκα. Εμείς οι ήρωες άλλωστε κλαίμε δυνατά!

Από το άρθρο

Έκλαψα δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσα. Δεν μπορεί, όπου κι αν είναι θα με ακούσει και θα γυρίσει. Γι’ αυτό κι έκλαιγα συνέχεια και δεν ήθελα να παίξω. Κοίταξα τη λάμπα ψηλά στο ταβάνι κι ήθελα να έρθει ο μπαμπάς να με πετάξει ψηλά. Όσο πιο ψηλά μπορούσε για να ακουστεί το κλάμα μου μακριά, να το ακούσει η μαμά. Δεν μπορεί, θα με ακούσει, σκέφτηκα. Εμείς οι ήρωες άλλωστε κλαίμε δυνατά!

Διαβάστε κι αυτά

Μικρές ιστορίες
Η πέτρα κάτω από το χιόνι
Η πέτρα κάτω από το χιόνι

Η πέτρα κάτω από το χιόνι

Σαν νύχτωσε, ο μπαρμπα-Θανάσης είχε ακόμα καρφωμένο το βλέμμα του στο χιόνι που δεν είχε σταματήσει να πέφτει από το προηγούμενο βράδυ. Δίπλα του καθόταν μια άγνωστη γυναίκα που τον κοιτούσε με μάτια κατακόκκινα. Δεν της έδωσε σημασία, την προσοχή του την είχε στραμμένη στα νερά του ποταμού που έτρεχαν γρήγορα πια και μανιασμένα, λες και βιάζονταν να κατεβούν στον κάμπο μια ώρα αρχύτερα και χαλνούσαν με τη βοή τους την ησυχία του δειλινού. Το γεφύρι ήταν άδειο, σαν τις σκέψεις του.