Έλα να πεθάνουμε
προτού γίνει
φθινόπωρο το καλοκαίρι
Αντώνης Τσόκος
Είναι γεγονός πως η ποίηση είναι μια λιτή αλήθεια, λιτή και ταυτόχρονα επικίνδυνη όπως το ξυράφι. Τούτο το είδος του λόγου οι ποιητές υποχρεούνται, σχεδόν εκ του νόμου, να το δημιουργούν με περίσκεψη και μεγάλη φειδώ κι ύστερα να το αφήνουν να φεύγει από κοντά τους, να μεγαλώσει σαν το παιδί που γίνεται άντρας, αλλιώς δεν είναι ποίηση… Ο Αντώνης Τσόκος, ο μαγικός αυτός ποιητής της αλληγορίας, κατάφερε για ακόμα μια φορά να αποτυπώσει με τις διαλεγμένες του λέξεις την αλήθεια. Να ξυπνήσει όλα τα γνωστά που βρίσκονται σε λήθαργο μέσα στις σκέψεις του αναγνώστη του. Να σφραγίσει δυνατά συναισθήματα μέσα στην ποιητική του συλλογή για να λυτρώνει κάθε διαβάτη των σελίδων της.
Η ποίηση του Τσόκου μοιάζει με εκείνο το πρίσμα των μαθητικών μας χρόνων που διαθλούσε το φως και το ξεχώριζε στα χρώματα, μας εκπλήσσει κάθε φορά με την καθαρή απλότητά της και ταυτόχρονα με το βάθος στο οποίο αβίαστα φτάνει. Θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει ως κοινωνική ποίηση αλλά θεωρούμε πως είναι κάτι μεγαλύτερο από αυτή. Έχει ως επίκεντρο τον σύγχρονο άνθρωπο με όλα του τα όνειρα, με όλους του τους πόθους, με όλες του τις αδυναμίες. Μέσα στη λιτότητά της καταφέρνει κάθε φορά να παραγάγει έντονες εικόνες, θα λέγαμε πως κάθε ποίημά του Τσόκου είναι ένα ξεχωριστό σύμπαν που κάνει τον αναγνώστη να περιπλανιέται ψάχνοντας τη δική του αλήθεια. Θαρρώ πως φέρνει τον αναγνώστη μπροστά στην πόρτα κάθε αλήθειας αλλά δεν την ανοίγει, τον αφήνει να χρησιμοποιήσει το δικό του κλειδί για να την ξεκλειδώσει. Γι’ αυτό και τούτος ο ποιητής είναι υπέροχος!
Μέσα στην ποιητική συλλογή ‘Απ’ την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα’ θα συναντήσει κανείς πολλά σχήματα έκφρασης με τα οποία περιγράφονται με τρόπο εκλεπτυσμένο νοήματα αλλά και συναισθήματα. Αν και θα μπορούσε κανείς να τα περιγράψει, θα θέλαμε να σταθούμε στην τρομερά εκλεπτυσμένη -τρόπον τινά- ειρωνεία με την οποία καταλήγουν μια σειρά ποιημάτων. «Μια εξίσωση μόνο άλλαξε φορά. / Δεν μου λείπεις πια. / Θέλεις δε θέλεις / τώρα θα σου λείπω εγώ.» – «Του αποκλεισμού / εξαιρούνται οι εμπρηστές» – «Τα δέντρα σμίγουν / όταν καίγονται οι κορμοί τους». Αυτή η τεχνική του ποιητή ξεσηκώνει τον αναγνώστη, ξεσηκώνει το ίδιο το ποίημα από το κίτρινο χαρτί και το αποτυπώνει μέσα στη συνείδηση!
Η ποιητική συλλογή ‘Απ’ την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα’ δεν είναι για μία χρήση, δεν είναι από εκείνες που θα μαζέψουν σκόνη ακίνητη στη βιβλιοθήκη. Είναι ζωντανή και εξελισσόμενη, έστω κι αν οι λέξεις δε θα αλλάξουν μέσα της, αλλάζουν θέση όλα τα κρυφά και τα μυστικά που επιδέξια ο ποιητής σκάλισε πίσω από αυτές και τα άφησε σε κοινή θέα, τόσο κοινή που θέλει πείρα για να τη δει κανείς. Κι αν γράφει ο Τσόκος πως «Τα μεσάνυχτα / η πόλη διατίθεται σε επαναστάτες», εμείς θα συμπληρώσουμε πως και η ποίηση διατίθεται σ’ αυτούς. Στον Αντώνη που έχει πια ξεπεράσει τα όρια της επανάστασης στο λογοτεχνικό είδος που υπηρετεί και που αξίζει να θαυμάζουμε τις μαγικές του λέξεις.