Πέρασε κιόλας ένας χρόνος από το προηγούμενο γράμμα που σου έστειλα, ένας χρόνος δίσεχτος κι αγέλαστος μαζί που δε μας λογάριασε καθόλου εμάς τους ανθρώπους, που δεν άκουσε τις περσυνές μας ευχές. Που έβαλε τη ζωή μας στην αναβολή και μας άφησε να περιμένουμε στην άκρη τής θάλασσας χωρίς να μπορούμε να βγούμε στ’ ανοιχτά, να κάνουμε το ταξίδι μας όπως τ’ άλλα χρόνια. Που κάρφωσε στους ουρανούς μας σύννεφο βαρύ κι έναν ίσκιο δύσκολο, γεμίζοντας τα όνειρα με φόβο. Λες κι έριξε άγκυρα βαριά στον σαστισμένο κόσμο που, ακίνητος και παγωμένος, πάλεψε, κι ακόμα παλεύει, να δώσει στο αύριο ελπίδα, έστω κι αν η Γη συνέχισε να γυρίζει γύρω από τον ήλιο ασταμάτητα όλες τις μέρες κι όλες τις νύχτες που πέρασαν κι ας ήταν πιο βαριές.
Σαν το γυαλί, τελικά, είναι η ζωή μας αλλά το είχαμε ξεχάσει ανόητοι καθώς είμαστε. Λεπτό κι εύθραυστο, έτοιμο να ραγίσει ανά πάσα στιγμή, αλλά το είχαμε ξεχάσει. Διαφανές κι εφήμερο, αλλά το είχαμε ξεχάσει. Το είχαμε ξεχάσει επειδή μάθαμε να ζούμε σαν να είναι οι μέρες μας ατελείωτες, σαν η Άνοιξη να μπορεί να περιμένει. Λες κι η Άνοιξη έρχεται χωρίς το δικό μας τον ιδρώτα, την αφήνουμε να φεύγει μέσα απ’ τα άκοπα χέρια μας κι έμεινε μονάχα το Φθινόπωρο για να ζούμε την κάθε μας μέρα. Για να το ζούμε κάθε μας μέρα.
Ξέρω πως είμαι μεγάλος Άγιε μου Βασίλη για να σου γράφω γράμματα και να ξομολογώ τις επιθυμίες μου. Αν όμως περάσεις από την καμινάδα μου, θέλω να μου κάνεις κι εμένα ένα δώρο φέτος. Θέλω να φέρεις έναν αγέρα δυνατό, να φυσήξει παντού στον κόσμο και να τον καθαρίσει, να διώξει τη θλίψη μακριά μαζί και την αρρώστια. Να πάρει τη βαριά την έγνοια για την κάθε μέρα την αυριανή και να την κρύψει, να μπορέσουμε για λίγο να χαμογελάσουμε με την καρδιά μας. Γιατί η καρδιά μας κρύφτηκε τη χρονιά που πέρασε, δεν μπορούσε βλέπεις να κάνει αλλιώς τόσες φορές που χρειάστηκε να σταματήσει κάθε που μάθαινε τα νέα για το θανατικό που θέρισε την οικουμένη.
Να φέρεις έναν άνεμο τραχύ και δύσκολο να του ξεφύγεις. Να σπείρει στον κόσμο ίαμα, να τον γιατρέψει. Να μπορέσουμε πια να ανασάνουμε βαθιά αέρα καθαρό, χωρίς το φόβο τού αόρατου δυνάστη. Να ρίξουμε τη φυλακή, να αρχίσουμε ξανά να αθροίζουμε τις μέρες μας παρέα με το φίλο. Μην τον αργήσεις σε παρακαλώ, παράκληση σου κάνω μιας και τούτη τη χρονιά όλοι ήμασταν καλοί, μικρά παιδιά μα και μεγάλα, και τ’ αξίζουμε θαρρώ το δώρο σου πιότερο από κάθε άλλη φορά.
Να φέρεις έναν άνεμο να καθαρίσει ο ήλιος, να ξαναγίνει λαμπερός, να γράφουν οι ποιητές ποιήματα χαράς και όχι λύπης πια. Να μας χτυπά στα μάτια και να μας τυφλώνει καθώς θα είμαστε όλοι έξω απ’ τα σπίτια μας για να τον χορταίνουμε κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Μας έλλειψε ο ήλιος. Οι τέσσερις οι τοίχοι κι ο φόβος δεν είναι η μοίρα μας, έστω κι αν γελά τώρα μαζί μας έτσι που τά ’χουμε καταφέρει. Μην έρθεις χωρίς δώρα φέτος Άγιε Βασίλη, μην έρθεις χωρίς τον άνεμο. Χωρίς αυτόν δε θα μπορέσουμε του χρόνου να γράψουμε γράμματα ξανά. Γράμματα πολλά!