Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,
Αν και κοντεύω μισό αιώνα ζωής, αποφάσισα να σου γράψω ένα γράμμα, σαν εκείνα τα γράμματα που τα μικρά παιδιά σού γράφουν κάθε χρόνο. Από εκείνα τα γράμματα που κλείνουν μέσα τους το όνειρο του παραμυθιού και την προσμονή για το ομορφότερο δώρο κάτω από το δέντρο. Από εκείνα τα γράμματα που ο νεαρός αποστολέας με την άδολη ψυχή του είναι ιδανικός απέναντι στην κρίση σου και ζητά να του χαρίσεις το χαμόγελο. Κι επειδή δεν γνωρίζω την ακριβή σου διεύθυνση γι’ αυτό και αφήνω τη δημοσιότητα να το φέρει κοντά σου. Ελπίζω να το διαβάσεις!
Ζω σε μια χώρα που ξεχνά το πρόσφατο παρελθόν αλλά θυμάται με μανία την ιστορία του τόπου από την Επανάσταση του ’21 και πιο πίσω. Έστω και διαστρεβλωμένη. Σε μια χώρα που είναι κλεισμένη στο κλουβί ενός πειράματος και δεν αντιδρά. Σε μια χώρα που ζει με ελεημοσύνη και επιδόματα. Έχουμε κουρνιάσει φοβισμένοι σε μιαν άκρη του μέλλοντος και περιμένουμε οι εξελίξεις να μας τραβήξουν προς τα εμπρός. Ούτε τη Λογική φοράμε στη σκέψη μας πια ούτε τον Έρωτα, λησμονήσαμε εκείνα τα ωραία που γέννησαν τη Δύση. Μάλλον πρέπει να μας αφήσουν για λίγο μόνους, να αναγκαστούμε να δραπετεύσουμε από το απαλό κουτί της λησμονιάς και να θυμηθούμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Όλοι μας, κυρίως όμως εκείνα τα περήφανα δέντρα που δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, που τον θέλουν ολάκερο μπροστά τους για να γεύονται το αληθινό θαύμα του ιερού μας τόπου.
Ζυμώνουμε τον καιρό μας άτσαλα και χωρίς μέτρο, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς σχέδιο. Ο στόχος μας -φευ- είναι ψηλά, κοντεύει να περάσει το φεγγάρι στο ύψος αλλά ούτε ένα σκαλοπάτι δεν ανεβαίνουμε προς την κατεύθυνση αυτή γιατί κοιτάμε να το ανέβει πρώτα ο διπλανός μας, το βάρος της ευθύνης είναι μεγάλο βλέπεις για να ξεφύγουμε από τη στασιμότητα! Πόσο δυνατή είναι πια τούτη τη βαρύτητα και μας τραβάει διαρκώς προς τα κάτω; Λησμονήσαμε θαρρώ πως έχουμε δύναμη να πετάξουμε και μας αρέσει πια το χώμα. Αρκεί να μας το τυλίγουν με ελπίδα οι ομιλούντες από τα ψηλά μπαλκόνια. Στα σχέδια άλλωστε είμαστε πρωταθλητές!
Μεγάλωσα Άγιε μου Βασίλη και δε μου αρμόζει να σού γράφω γράμματα, μα σου ζητώ για φέτος, μιας και διήγαγα βίο απαλλαγμένο από αταξίες τη χρονιά που μας πέρασε, να μου καρφώσεις δυο φτερά στην πλάτη για να μπορέσω να πετάξω. Σε μένα αλλά και τους συμπολίτες μου μα κυρίως στους νέους ανθρώπους, εκείνους που εντός των συνόρων πνίγονται και φεύγουν για άλλους τόπους για να ανοίξουν τα φτερά τους. Βαρύς ο αέρας της Ελλάδας, δεν μπορεί να σηκώσει το όραμα των παιδιών της, είναι γεμάτος με τους δράκους τού παραμυθιού τούτης της χώρας και τα φαντάσματα που την κατατρέχουν. Τους φοβάμαι αυτούς τους δράκους, μα περισσότερο φοβάμαι τα κουστούμια και τα άδεια κορμιά που κουβαλούν, ξέρεις, εκείνα που μονάχα κούφιες λέξεις εκστομίζουν αλλά τους πιστεύουμε λες κι είμαστε λοβοτομημένοι. Μεγάλωσα Άγιε μου Βασίλη, αλλά πιστεύω ακόμα στα θαύματα. Ελπίζω να μου στείλεις ένα να το βρω κάτω από το δέντρο μου. Ελπίζω να μας στείλεις από ένα, να το βρούμε κάτω από τα δέντρα μας, δεν μας αρμόζει άλλο πια αυτό το θέαμα που αντικρίζει κάθε μέρα η Ιστορία στον τόπο μας. Πέφτω για ύπνο, να σου δώσω χρόνο να κατέβεις την καμινάδα. Προσοχή μόνο μη σκοντάψεις πάλι στην αβλεψία μας και στις φτηνές μας δικαιολογίες. Και του χρόνου να είμαστε καλά…