Έχει άραγε η πόλη, ως βιωματικός κοινωνικός θεσμός, ένστικτο αυτοσυντήρησης; Το ερώτημα δεν τίθεται βεβαίως υπό την οπτική τής χωρικής ή της δημοτικής θεσμικής οντότητας της ίδιας της πόλης αλλά με την έννοια της κοινής και συλλογικής αντίληψης των πολιτών της, οι οποίοι διαβιούν σ’ αυτή και ενδιαφέρονται για την διαρκή, βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξή της. Είναι βέβαιο πως η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι απολύτως συνυφασμένη με την ιστορία της κάθε πόλης, την κατά κεφαλήν καλλιέργεια των πολιτών και των αυτοδιοικητικών παραγόντων της αλλά και την ορθολογική διαχείριση των υποθέσεών της στη βάση της εξυπηρέτησης των κοινών στόχων για το μέλλον της, αν βεβαίως έχουν με σαφήνεια προσδιοριστεί στόχοι. Στην περίπτωση λοιπόν κατά την οποία η πραγματικότητα μιας πόλης, ως παροχή δυνατότητας αξιοπρεπούς διαβίωσης αλλά και ως μέθοδος ικανοποίησης των αναγκών τού πολίτη της, δεν έχει θετικό αναπτυξιακό πρόσημο αλλά χαρακτηρίζεται από στασιμότητα και ένδεια ευκαιριών, ποια είναι τα περιθώρια των επιλογών που δίνονται στους κατοίκους της εκτός από το να μετοικίσουν;
Στην περίπτωση της Λαμίας, στην οποία καταγράφηκε μείωση του πληθυσμού της σε ποσοστό που άγγιξε το 12% κατά την τελευταία απογραφή, είναι προφανές ότι υπάρχει μια σχέση δυσαρμονίας των πολιτών με τον τόπο τους. Όταν η καθημερινότητα και η ζωή δαπανάται στην απογοήτευση και στην έλλειψη ευκαιριών και δυνατοτήτων, είναι εύλογο να αναζητείται το μέλλον κάπου αλλού, σε κάποιον άλλον καλύτερο τόπο, έστω κι αν ο πολίτης πρέπει να υπόκειται στο άλγος τού νόστου για να έχει μια καλύτερη ποιότητα στη ζωή του. Είναι γεγονός ότι η άσκηση πολιτικής σε κάθε Δήμο θα πρέπει να στοχεύει πρωτίστως στη δημιουργία υπεραξίας για την ίδια την πόλη, η οποία πέραν από το αυταπόδεικτο τεκμήριο ορθής άσκησης εξουσίας, αποτελεί και κριτήριο επιλογής τής πόλης ως τόπο κατοικίας και επαγγελματικής σταδιοδρομίας, αποτρέποντας βεβαίως τους κατοίκους της από τη φυγή ενώ την ίδια στιγμή καθίσταται πόλος έλξης επενδύσεων, οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Το αποτέλεσμα όμως της τελευταίας απογραφής για το Δήμο της Λαμίας φανερώνει εν πολλοίς ότι εδώ και καιρό η πολιτική εξαντλείται απλώς σε λογιστικές διευθετήσεις τής, ήδη δύσκολης και επιβαρυμένης από τις οικονομικές συνθήκες, καθημερινότητας.
Το πολιτικό πρόβλημα λοιπόν μπορεί να εστιαστεί σε δύο σημεία. Αφενός στην απουσία αυτοδιοικητικής αυτογνωσίας και επάρκειας, η οποία δεν αποκλείει όμως τη δημιουργία ψευδαίσθησης ισχύος, με αποτέλεσμα να υποτιμάται η σοβαρή και ενδελεχής προσπάθεια που πρέπει καθημερινά και διαρκώς να καταβάλλεται για να σταθεί η πόλη στο ύψος των απαιτήσεων της εποχής, και αφετέρου στην υπερεκτίμηση ενδεχομένως των δυνατοτήτων των αυτοδιοικητικών παραγόντων με τον κίνδυνο λήψης ανορθολογικών ή ανούσιων αποφάσεων να ελλοχεύει διαρκώς σε κάθε ανοχύρωτη, από τέτοιες περιπτώσεις, πόλη. Η πιθανότητα άλλωστε να επιβληθεί ως κανονικότητα η πολιτική ανεπάρκεια δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, ειδικά σε περιπτώσεις στις οποίες δίνεται έμφαση στον τύπο και όχι στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και ταυτόχρονα απουσιάζει εμφανώς κάθε ιδεολογική δέσμευση επιτυχίας.
Αν η πολιτική δεν μπορεί να σχεδιάσει το μέλλον με βάση τις συγκυρίες τότε οι συγκυρίες θα είναι αυτές που θα σχεδιάσουν το μέλλον, ερήμην μάλιστα του πολιτικού προγραμματισμού και της ορθής λογικής. Ο χρόνος άλλωστε ούτε σταματά ούτε συγχωρεί την αμέλεια. Η οικονομική, κοινωνική, μορφωτική και κυρίως αξιακή κατάσταση στην οποία ευρίσκεται η Λαμία προφανώς και θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί προκειμένου να ανακτήσει το κύρος της και να αναπτυχθεί και πληθυσμιακά, ειδάλλως απλώς θα εξακολουθήσει να βαδίζει στο σκληρό δρόμο της παρακμής της συμβιβασμένη με την αβάσταχτη μετριότητά της. Είναι γεγονός πως κάθε τι καινούριο πάντοτε συνοδεύεται από δημιουργική ανασφάλεια μα και σκεπτικισμό, είναι όμως επίσης μια απόλυτη αναγκαιότητα για το Δήμο Λαμιέων, η πολιτική και κυρίως η ψυχολογική επανεκκίνηση, η οποία τόσα χρόνια δεν έχει επισυμβεί, προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι πολύτιμοι κοινωνικοί και οικονομικοί φορείς που θα εκμεταλλευτούν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά -και όχι μόνο- εργαλεία για να επανενταχθεί η πόλη στο τρένο της ανάπτυξης και της δημιουργίας. Διότι αν τούτο δεν συμβεί, τότε ίσως μοιραία να ενεργοποιηθεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης των πολιτών, οι οποίοι θα την εγκαταλείπουν με ολοένα και αυξανόμενους ρυθμούς, και όχι, δυστυχώς, το ένστικτο αυτοσυντήρησης της ίδιας της πόλης.