Έκθεση Α΄ Λυκείου
Γλωσσομάθεια
–
Ο όρος γλωσσομάθεια αναφέρεται στην εκμάθηση ξένων γλωσσών είτε από καθαρά προσωπικό ενδιαφέρον είτε για πρακτικούς λόγους.
Είναι σαφές πως το επίπεδο γνώσης μιας ξένης γλώσσας ποικίλει αρκετά από άτομο σε άτομο, καθώς η άριστη εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας που επιτρέπει την απόλυτα άνετη χρήση του γραπτού και του προφορικού λόγου δεν είναι εύκολη και απαιτεί μεγάλη αφοσίωση.
Η διαφοροποίηση στο επίπεδο γνώσης μιας ξένης γλώσσας σχετίζεται αφενός με τους λόγους για τους οποίους επιχειρεί ένα άτομο να τη μάθει κι αφετέρου με το είδος και την ποιότητα εξάσκησης που έχει αφιερώσει στην εκμάθησή της. Ένα άτομο, για παράδειγμα, που πραγματοποιεί τις σπουδές του σε μια ξένη χώρα και κατόπιν εργάζεται εκεί είναι λογικό να κατακτά τη γλώσσα αυτή σε υψηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι κάποιος που τη μαθαίνει φροντιστηριακά και την εξασκεί περιστασιακά και μόνο.
Λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη γλωσσομάθεια
Η δεδομένη οικονομική διασύνδεση μεταξύ των κρατών και οι συνεχείς μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, έχουν διαμορφώσει εκείνες τις συνθήκες που δεν επιτρέπουν πια την εσωστρέφεια μήτε των λαών μήτε των ατόμων. Η τεχνολογία, οι πληροφορίες και η εξέλιξη των επιστημών συνιστούν κοινά αγαθά, που φέρνουν τους πολίτες του κόσμου πολύ πιο κοντά σε σχέση με το παρελθόν. Η γλωσσομάθεια αποτελεί, άρα, τη μόνη απάντηση στην ανάγκη των ανθρώπων να επωφεληθούν από τις ποικίλες προοπτικές που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση∙ η σταδιακή δηλαδή δημιουργία μιας παγκόσμιας οικονομικής ζώνης, όπου τα προϊόντα και οι άνθρωποι θα κινούνται ελεύθερα. Ειδικότερα:
– Σε ό,τι αφορά τους πολίτες της Ελλάδας, το γεγονός ότι η χώρα μας αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαμορφώνει ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο δράσης των πολιτών σε σχέση με το παρελθόν, εφόσον κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να εργαστεί και να διαμείνει σε όποιο άλλο κράτος μέλος της Ένωσης επιθυμεί. Ενώ, παράλληλα, έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις εκείνες που καθιστούν επιθυμητή και αναγκαία την οικονομική συνεργασία με τα άλλα κράτη μέλη, επιτρέποντας σε πλήθος ελληνικές επιχειρήσεις και εταιρείες να διεκδικούν συνεργασίες και εμπορικές συναλλαγές με αντίστοιχες εταιρείες των άλλων Ευρωπαϊκών κρατών.
– Οι συνθήκες εμπορικών συναλλαγών και επαγγελματικών αλληλεπιδράσεων με χώρες του εξωτερικού τοποθετούν τη γνώση ξένων γλωσσών στα σημαντικότερα προσόντα που οφείλει να έχει ένας νέος προκειμένου να απορροφηθεί από την έντονα ανταγωνιστική αγορά εργασίας.
– Η εκπληκτική διάδοση των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής καθιστούν αναγκαία της γνώση της αγγλικής γλώσσας, ώστε να είναι εφικτή τόσο η αξιοποίηση όλου του εύρους των προσφερόμενων δυνατοτήτων όσο και η παρακολούθηση των τρεχουσών εξελίξεων στους αντίστοιχους επιστημονικούς κλάδους.
– Το γεγονός ότι ο τουριστικός τομέας είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένος στην Ελλάδα συνδέεται με ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης για τους νέους ανθρώπους που γνωρίζουν καλά μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες. Ενώ, καθιστά αναγκαία την εκμάθηση ξένων γλωσσών για εκείνους τους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε περιοχές που εντοπίζεται αυξημένη τουριστική κίνηση.
Τα οφέλη της γλωσσομάθειας
Η γλωσσομάθεια συνδέεται με τη δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης και ανέλιξης, με τη διεύρυνση των γνώσεων και της αντίληψης του ατόμου, αλλά και με τη δυνατότητα πιο ουσιαστικής επικοινωνίας με ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων. Ειδικότερα:
– Η γλωσσομάθεια αποτελεί καίριο προσόν για την επαγγελματική σταδιοδρομία του ατόμου. Οι σύγχρονες συνθήκες οικονομικής δραστηριοποίησης φέρνουν σε συνεχή επαφή και συνεργασία τις ελληνικές επιχειρήσεις με αντίστοιχες άλλων κρατών, γεγονός που σημαίνει πως η γνώση ξένων γλωσσών αποτελεί αναγκαίο εφόδιο για τους νέους ανθρώπους που εισέρχονται στον εργασιακό στίβο. Ιδίως, μάλιστα, για τους νέους που έχουν τη φιλοδοξία να διεκδικήσουν μελλοντικά υψηλόβαθμες θέσεις ευθύνης, η γνώση ξένων γλωσσών είναι, εύλογα, απολύτως αναγκαίο προσόν.
Πέρα, άλλωστε, από το γεγονός ότι η γλωσσομάθεια μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την αποκατάσταση στην ελληνική αγορά εργασίας, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το πλήθος δυνατοτήτων που προσφέρει για την επαγγελματική αποκατάσταση σε χώρες του εξωτερικού. Με δεδομένες, άλλωστε, τις περιορισμένες ευκαιρίες που υπάρχουν στον ελληνικό χώρο για μια ουσιαστικά επιτυχημένη καριέρα, το εξωτερικό αποτελεί πάντοτε σημαντική επιλογή για τους νέους ανθρώπους που θέλουν για τον εαυτό τους μια προσοδοφόρα επαγγελματική σταδιοδρομία.
– Η γλωσσομάθεια επιτρέπει την πραγματοποίηση σπουδών σε ξένα πανεπιστήμια. Οι νέοι που γνωρίζουν άριστα μια ξένη γλώσσα έχουν τη δυνατότητα να φοιτήσουν σ’ ένα ξένο πανεπιστήμιο και να αποκομίσουν έτσι την ξεχωριστή εμπειρία της γνωριμίας ενός διαφορετικού τρόπου ζωής και αντίληψης. Ενώ, συνάμα, μπορούν να επωφεληθούν από τις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης που παρέχει το πανεπιστήμιό τους και να παραμείνουν στη χώρα εκείνη.
– Η γλωσσομάθεια προσφέρει πρόσβαση στη διεθνή βιβλιογραφία. Οι νέοι που θα φοιτήσουν σε ελληνικά πανεπιστήμια θα διαπιστώσουν πως ένα σημαντικό τμήμα της αναγκαίας βιβλιογραφίας είναι ξενόγλωσσο, χωρίς να υπάρχουν ανάλογες ελληνικές μεταφράσεις. Η γνώση, επομένως, ξένων γλωσσών αποτελεί ένα πολύτιμο προσόν ακόμη και για εκείνους που θα προτιμήσουν να πραγματοποιήσουν τις σπουδές τους στην Ελλάδα. Άλλωστε, η ανάγκη παρακολούθησης των διεθνών εξελίξεων σε κάθε επιστήμη, με τη μελέτη των νέων συγγραμμάτων και ερευνών, καθιστά τη γλωσσομάθεια απαραίτητη ακόμη και για τους ανθρώπους που έχουν ήδη ολοκληρώσει τις σπουδές τους.
Η ανάγκη ή η προσωπική επιθυμία παρακολούθησης των εξελίξεων σε διάφορους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας, δεν αφορά, βέβαια, μόνο τον κλάδο σπουδών του κάθε ατόμου, εφόσον κάθε σύγχρονος άνθρωπος θέλει να έχει μια σαφή εικόνα για την συντελούμενη πρόοδο και σ’ άλλους τομείς, όπως είναι φυσικά αυτός της τεχνολογίας, της επιστήμης, αλλά και της γενικότερης διανόησης, προκειμένου να είναι ενήμερος και να έχει τη δυνατότητα να επωφελείται από κάθε νέο επίτευγμα. Η γνώση, άρα, ξένων γλωσσών προσφέρει κι εδώ την πολύτιμη συνεισφορά της, εφόσον μεγάλο μέρος αυτών των ερευνών κι αυτών των μελετών δεν μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα ή καθυστερεί πολύ να μεταφραστεί.
– Η γλωσσομάθεια επιτρέπει την πληρέστερη ενημέρωση του ατόμου. Ένα βασικό ζητούμενο για τους πολίτες των σύγχρονων κοινωνιών είναι η όσο γίνεται πιο αντικειμενική και πλήρης ενημέρωση σχετικά με τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις. Ζητούμενο που οδηγεί συχνά στην ανάγκη ανάγνωσης ή παρακολούθησης των ειδήσεων από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης άλλων κρατών, προκειμένου να συγκριθεί η δική τους οπτική και τα δικά τους στοιχεία με τα ανάλογα των εγχώριων μέσων ενημέρωσης. Η γνώση ξένων γλωσσών επιτρέπει στο άτομο να επιτύχει απρόσκοπτα αυτή τη σφαιρικότερη ενημέρωση, εφόσον μπορεί να ανατρέξει απευθείας στο πρωτότυπο υλικό των διεθνών μέσων ενημέρωσης, χωρίς να βασίζεται στην -κάποτε παραποιημένη- απόδοσή τους από τους Έλληνες δημοσιογράφους.
– Η γλωσσομάθεια διασφαλίζει τη διεύρυνση της αντίληψης του ατόμου. Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας φανερώνει στο άτομο τον ιδιαίτερο τρόπο θέασης των πραγμάτων που έχουν οι φυσικοί ομιλητές της γλώσσας αυτής, μιας και σε κάθε γλώσσα -στις εκφραστικές και συντακτικές της δομές- αποτυπώνεται η ξεχωριστή αντίληψη του κάθε λαού. Πλήθος λέξεων και εκφράσεων εμπεριέχουν -πέρα από την πιθανή ερμηνεία τους- μια συγκινησιακή φόρτιση που μεταφέρει ιστορικές μνήμες, κοινωνικές αντιλήψεις και στάσεις ζωής. Έτσι, όσο το άτομο εμβαθύνει στη γνώση της συγκεκριμένης γλώσσας τόσο περισσότερο αποκαλύπτει τον ιδιαίτερο χρωματισμό των λέξεων, το νοηματικό τους φορτίο και τη συγκινησιακή τους αξία.
Σημαντικό κέρδος, ως προς αυτό, προσφέρει η μελέτη της λογοτεχνίας κάθε λαού, εφόσον μαζί με την καλύτερη εμπέδωση της χρήσης των λέξεων προκύπτει κι η ανακάλυψη ιδεών και αντιλήψεων που χαρακτηρίζουν τον ξέχωρο τρόπο σκέψης του εκάστοτε έθνους. Ανάλογα οφέλη, άλλωστε, προκύπτουν από τη συνομιλία με φυσικούς ομιλητές της κάθε γλώσσας, μιας και το άτομο έρχεται σε άμεση επαφή αφενός με τη ζωντανή χρήση της γλώσσας και αφετέρου με όσα συνιστούν τις τρέχουσες αντιλήψεις του συγκεκριμένου λαού, αλλά και με τη συλλογική του μνήμη και γνώση.
Η συζήτηση με άτομα άλλων εθνοτήτων είναι πάντοτε αποκαλυπτική για τον τρόπο με τον οποίο έχουν μάθει να αντιλαμβάνονται και να ερμηνεύουν την πραγματικότητα, γεγονός που πλουτίζει την κατανόηση του ατόμου για τις επιμέρους εθνότητες και πολύ περισσότερο του προσφέρει την ευκαιρία να αντικρίσει τον κόσμο μέσα από μια τελείως διαφορετική οπτική.
– Η επικοινωνία με τους άλλους λαούς επιτρέπει τη βαθύτερη κατανόηση του δικού μας πολιτισμού και των δικών μας αντιλήψεων. Η άμεση επικοινωνία με άτομα άλλων εθνοτήτων, αλλά και η έμμεση επικοινωνία, όπως αυτή προκύπτει μέσα από τη μελέτη της λογοτεχνίας τους, φανερώνει κατά τρόπο σαφή τις ιδιαίτερες αντιλήψεις τους, όπως αυτές είτε δηλώνονται ρητά από τις ιδέες που εκφράζουν είτε αποκαλύπτονται μέσα από τη γλώσσα τους. Παρέχεται, έτσι, η δυνατότητα στο κάθε άτομο να αντιληφθεί τις αξίες των άλλων λαών και να τις συγκρίνει με αυτές του δικού του, προχωρώντας άρα σε μια βαθύτερη κατανόηση τόσο των σημείων διαφοροποίησης όσο και των σημείων που είναι όμοια και λειτουργούν ως παράγοντες ενοποίησης. Το άτομο κατανοεί με αυτό τον τρόπο καλύτερα κι εκείνες τις αντιλήψεις του δικού του λαού που δεν βρίσκουν το αντίστοιχό τους στους άλλους, κι αποτελούν άρα τα ιδιαίτερα στοιχεία της εθνικής του ταυτότητας και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Πιθανά ζητήματα ανησυχίας που σχετίζονται με τη γλωσσομάθεια
Παρά το γεγονός ότι η εκμάθηση ξένων γλωσσών αποτελεί αναγκαιότητα στην εποχή μας, δεν θα πρέπει εντούτοις να παραγνωρίζουμε το ενδεχόμενο να προκύψουν ορισμένα αρνητικά φαινόμενα από την επίμονη ενασχόληση με τις ξένες γλώσσες. Ειδικότερα:
– Το νέο άτομο που έρχεται σ’ επαφή με μια ξένη γλώσσα που έχει ιδιαίτερη διάδοση, όπως είναι για παράδειγμα η αγγλική, ενδέχεται να αρχίσει σταδιακά να τη θεωρεί ανώτερη και σημαντικότερη από τη δική του, παραμελώντας έτσι την απαιτούμενη προσπάθεια για την άρτια εκμάθηση της μητρικής του γλώσσας. Είναι, δηλαδή, πιθανή μια διαδικασία μυθοποίησης της ξένης γλώσσας και όσων πολιτιστικών στοιχείων σχετίζονται με αυτή, που μπορεί να οδηγήσει στην υποτίμηση τόσο της μητρικής γλώσσας όσο και των στοιχείων που σχετίζονται με την εθνική ταυτότητα του νέου.
Σε πρακτικό επίπεδο, άλλωστε, πολλοί είναι οι νέοι που θεωρούν πως η ξένη γλώσσα έχει να τους προσφέρει σημαντικότερα οφέλη σε σχέση με την επαγγελματική τους αποκατάσταση απ’ ό,τι η μητρική τους, χωρίς να αντιλαμβάνονται πως τα πιθανά επαγγελματικά οφέλη δεν αντισταθμίζουν τις απώλειες που σχετίζονται με την πνευματική τους εξέλιξη, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κατάκτηση της μητρικής τους γλώσσας. Τα θεμέλια, άλλωστε, της νοητικής τους διάπλασης και εξέλιξης τίθενται στη γλώσσα εκείνη που λειτουργεί ως φορέας εκπαίδευσης και αγωγής, γεγονός που καθιστά αναγκαία την πληρέστερη δυνατή εκμάθησή της.
– Το να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην ξένη γλώσσα σε συνδυασμό με την αντιμετώπισή της ως ανώτερης από τη μητρική, ενέχει τον κίνδυνο τόσο της γλωσσικής αλλοίωσης της μητρικής όσο και της πολιτιστικής και εθνικής αλλοίωσης λόγω της εκτενούς υιοθέτησης ξενικών στοιχείων. Είναι σύνηθες, άλλωστε, στη γλώσσα των νέων να παρεισφρέουν ξένοι γλωσσικοί τύποι που χρησιμοποιούνται αυτούσιοι, χωρίς κάποια προσπάθεια αντικατάστασής τους από τους αντίστοιχους ελληνικούς όρους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νόθου γλωσσικού ιδιώματος, που δεν επιτρέπει ούτε την καλύτερη εκμάθηση της ξένης γλώσσας ούτε και την ζητούμενη κατάκτηση της μητρικής.
– Η ευκολία με την οποία οι νέοι υιοθετούν αγγλικούς γλωσσικούς τύπους και εκφράσεις, που ως ένα βαθμό δικαιολογείται από την αντίστοιχη διάδοση της αγγλόφωνης μουσικής και λογοτεχνίας και των αγγλόφωνων κινηματογραφικών ταινιών, δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για την ολοένα και μεγαλύτερη εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας. Είναι πλέον προφανές πως οι γλώσσες με μικρότερη διάδοση και μικρότερο αριθμό φυσικών ομιλητών, όπως είναι η ελληνική, είναι αντιμέτωπες με ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση, εφόσον η αγγλική τείνει να καλύπτει όλο και περισσότερες επικοινωνιακές ανάγκες του σύγχρονου κόσμου.
Η θεμιτή στάση απέναντι στη γλωσσομάθεια
Σε ό,τι αφορά την ενασχόληση με την εκμάθηση ξένων γλωσσών, όπως άλλωστε και στα περισσότερα ζητήματα, θα πρέπει να τηρείται το μέτρο, προκειμένου η ξένη γλώσσα να μην αντιμετωπίζεται ως σημαντικότερη από τη μητρική και να μην θέτει έτσι σε δεύτερη μοίρα την κατάκτηση της φυσικής γλώσσας του κάθε ατόμου. Ειδικότερα:
– Είναι σημαντικό να κατανοήσουν οι νέοι πως η μητρική τους γλώσσα, με βάση την οποία έρχονται σ’ επαφή με τα διάφορα αντικείμενα γνώσης, αλλά και μέσω της οποίας επικοινωνούν με το κοινωνικό τους περιβάλλον, αποτελεί το γλωσσικό κώδικα που τους προσφέρει τα ουσιαστικότερα οφέλη σε πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο. Η ελλιπής γνώση της μητρικής γλώσσας λειτουργεί υπονομευτικά στην προσπάθειά τους να διευρύνουν το εύρος των γνώσεών τους, εφόσον δεν τους επιτρέπει την πλήρη κατανόηση όλων εκείνων των πνευματικών ερεθισμάτων με τα οποία έρχονται καθημερινά σ’ επαφή. Η αδυναμία κατανόησης ενός κειμένου ή η αδυναμία πρόσληψης του συνόλου των αναγκαίων πληροφοριών από το άκουσμα μιας ομιλίας ή μιας διδασκαλίας, υποδηλώνει ανεπαρκή κατάκτηση του μητρικού γλωσσικού κώδικα, και άρα χαμηλότερη απόδοση στην εκπαιδευτική τους προσπάθεια.
Αντιστοίχως, στο πλαίσιο των κοινωνικών συναναστροφών, η ελλιπής γνώση της μητρικής γλώσσας οδηγεί σε περιορισμένες δυνατότητες λεκτικής έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων, που δεν επιτρέπουν στο άτομο να βιώσει στην πληρότητά του την κοινωνικότητά του, αφού δεν είναι πάντοτε σε θέση να αντεπεξέλθει στις ανάγκες ενός ουσιαστικού διαλόγου.
– Η μητρική γλώσσα είναι ένας από τους σημαντικότερους φορείς πλήθους στοιχείων που συνδέονται με την εθνική ταυτότητα του ατόμου, αλλά και με το ξεχωριστό της ατομικής του προσωπικότητας, η οποία έχει εν πολλοίς δημιουργηθεί υπό την επίδραση της γλώσσας του. Οποιαδήποτε σκέψη ή αίσθηση, επομένως, πως μια ξένη γλώσσα υπερέχει έναντι της μητρικής, λειτουργεί μειωτικά για την ίδια την ταυτότητα του ατόμου.
Αποτελεί, άρα, ευθύνη τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των γονιών να δημιουργήσουν έγκαιρα στους νέους βαθιά εκτίμηση για την αξία της μητρικής γλώσσας, χωρίς βέβαια να χρωματίζουν αυτή την εκτίμηση με εθνικιστικές αντιλήψεις που μόνο να ζημιώσουν μπορούν την πραγματική συνεισφορά της μητρικής γλώσσας.
– Οι νέοι καλούνται να αντιληφθούν πως η μητρική γλώσσα είναι όχι μόνο αναντικατάστατο στοιχείο της ταυτότητάς τους, μα και πολύτιμος φορέας γνώσεων∙ και ειδικότερα η ελληνική γλώσσα είναι παγκοσμίως συνδεδεμένη με άριστα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα, που έχουν επηρεάσει συνολικά την ανθρώπινη διανόηση. Η ξένη γλώσσα μπορεί, επομένως, να προσφέρει πολλά και σημαντικά οφέλη, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις λειτουργίες της μητρικής γλώσσας που επί της ουσίας διαμορφώνουν και χτίζουν την πνευματική συγκρότηση και την προσωπικότητα του κάθε ατόμου.
– Σε ό,τι αφορά τους φορείς εκπαίδευσης είναι σημαντικό να υπάρξει κατάλληλη μέριμνα για την όσο το δυνατόν πληρέστερη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται η αξία της γλωσσομάθειας, και άρα η διδασκαλία των ξένων γλωσσών. Καλείται, επομένως, το εκπαιδευτικό σύστημα να προσφέρει εκσυγχρονισμένη και άρτια διδασκαλία τόσο της μητρικής γλώσσας όσο και της ξένης, προκειμένου ο κάθε νέος να λαμβάνει από το σχολείο τα αναγκαία γλωσσικά εφόδια.
Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί πως η εμπειρία του σύγχρονου σχολείου φανερώνει μια εμφανή υποτίμηση από τη μεριά των μαθητών του μαθήματος της ξένης γλώσσας, μιας και οι περισσότεροι το διδάσκονται από τα φροντιστήρια, μέσω και των οποίων λαμβάνουν άλλωστε τις αναγκαίες πιστοποιήσεις. Ενώ, η στάση του Υπουργείου Παιδείας απέναντι σε αυτή την προβληματική κατάσταση είναι να υπονομεύει ακόμη περισσότερο τα ξενόγλωσσα μαθήματα με το να αξιοποιεί τους καθηγητές ξένων γλωσσών στη διδασκαλία άλλων αντικειμένων, αντί να επιχειρεί να ενισχύσει την αξία των ξενόγλωσσων μαθημάτων συνδέοντάς τα με πιστοποιήσεις εκμάθησης.