Επιστολή στα παιδιά μου,
τον Ηλία και τον Ζήση.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, για τον άνθρωπο η γέννηση ισοδυναμεί με γνώση εαυτού. Και τούτη η γνώση, το δαγκωμένο μήλο και η φωτιά του Προμηθέα, είναι που τον γλυτώνει από τον εκπεσμό της υπαρκτικής άγνοιας και του δίνει τη μοναδική δυνατότητα να πορευτεί μέσα στο χρόνο γρικώντας ξεκάθαρα τη ροή και τη δύναμή του. Είναι η νόηση που αυλακώνει τη ζωή του μέρα νύχτα γόνιμη για να γίνει, να δημιουργήσει χρήσιμη ουσία από τα όνειρα και μέλλον χειροπιαστό απ’ την ελπίδα. Να μην παραμείνει φόντο απλό και κομπάρσος σ’ έναν κόσμο που, αν και μοιάζει ατελεύτητος στην αέναη περιπλάνησή του στο σύμπαν και στα φωτεινά αστέρια του άναρχου ουρανού, έχει αρχή και σκοπό και διάρκεια μέρες τόσες, πολύτιμες κι ανεξαγόραστες, όσες κι αυτές που μπορεί να τις γεμίσει με τα συναισθήματά του. Κανείς άλλωστε δε γεννήθηκε συναισθηματικά αναλφάβητος, σε όλους ανεξαιρέτως τους γεννημένους δόθηκε η δυνατότητα να γελάσουν, να κλάψουν και να ερμηνέψουν τους δυνατότερους χτύπους της καρδιάς τους, έναν προς έναν χωριστά, όπως τους πρέπει.
Το νόημα της ζωής είναι διαφορετικό και ξεχωριστό για καθέναν απ’ όσους γεννιούνται άνθρωποι, δεν είναι όμως ποτέ ούτε φτηνό, ούτε δεδομένο ούτε αυτοδημιούργητο εξ ορισμού. Για να αποκτήσει υπόσταση πρέπει να πλαστεί μεθοδικά και να χτιστεί πάνω στα θεμέλια των αξιών και των ρεαλιστικών δυνατοτήτων που διαθέτει ή που καλλιεργεί κανείς. Είναι η εκ γενετής υποχρέωση του ανθρώπου να αντισταθμίσει τη γνώση του θανάτου με τη δυνατότητα που του έχει δοθεί να ρωτά, να απαντά και να αποφασίζει. Τη δυνατότητα που του έχει δοθεί να μη ζήσει στην άβυσσο και το τέλμα της αγνωσίας. Τη δυνατότητα να μη νομιμοποιεί στη συνείδησή του την αιτιοκρατική αντίληψη ότι η ζωή συμβαίνει ανεξάρτητα από το τι θέλει ή το τι επιλέγει ο ίδιος. Το νόημα της ζωής άλλωστε δεν είναι κάπου εκτός του εαυτού, είναι βαθιά μέσα του και ποτέ δεν εξαρτάται από τις συνθήκες, όποιες κι αν είναι αυτές, της κοινωνίας και του περιβάλλοντός του, ειδάλλως δε θα υπήρχαν ήρωες.
Άπαξ ποιούμενη είναι η ζωή, οποιαδήποτε άλλη δοξασία ή εικασία αντιβαίνει θεμελιωδώς στην ίδια τη φύση των πραγμάτων. ‘Δεύτερη ζωή δεν έχει’, σημείωσε με την ανεξίτηλη πένα του ο Ελύτης. Αλλά δεν είναι μόνο γι’ αυτό πολύτιμη. Η ζωή είναι συνειρμός εμπειριών, συναισθημάτων, χώρων, χρόνων και κινήσεων. Είναι οι άυλες ιδέες που μορφοποιούν τον κόσμο συμπλέκοντας το πνεύμα με την ύλη ποιώντας αξίες και πολιτισμό. Είναι η ηδονή της δημιουργίας. Είναι το λάθος που διδάσκει. Είναι ο έρωτας που καταλύει. Είναι η επιμονή στο στόχο που σμιλεύει κάθε ανάσα με τρόπο τέτοιο ώστε να κάνει τα ποθούμενα σημαντικά και τα σημαντικά ποθούμενα. Εξ αυτών η ανεκτίμητη μοναδικότητά της. Από τούτα άλλωστε προκύπτει η δέσμια ευθύνη και η αμεταβίβαστη αρμοδιότητα τού ανθρώπου να μην αφορίσει τη ζωή του μετατρέποντάς τη σε ανώφελη συνήθεια μα και μην επιτρέψει τη σύμμειξη της συνείδησής του με όλα εκείνα τα μικρά και τα μικροπρεπή που δεν τιμούν τη γνώση εαυτού που του δόθηκε. Για να είναι μεγάλος όπως του αρμόζει και ποτέ για να μη χρειαστεί κανείς να τον ξυπνήσει για του πει πως ήδη έχει πεθάνει από καιρό.