Η κρύα βραδιά της πρώιμης άνοιξης διαπερνούσε την ανάσα μου κι έφτανε μέχρι τα παγωμένα ακροδάχτυλά μου. Το σακάκι, απαραίτητο για την περίσταση, αδυνατούσε να με ζεστάνει. Επιτάχυνα το βήμα μου για να φτάσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα στην εκδήλωση χωρίς να δίνω σημασία σε τίποτα, ούτε καν στο αχνοκίτρινο φως της λάμπας που φώτιζε τα βήματά μου.
Ο κόσμος είχε μαζευτεί, η μικρή αίθουσα ήταν κατάμεστη. Χαιρέτησα τυπικά κάποιους γνωστούς κι αποσύρθηκα στην πίσω σειρά, πάντα η τελευταία σειρά των καθισμάτων με μαγεύει, ακόμα δεν ξέρω το γιατί όσο κι αν προσπαθώ να το εξηγήσω! Στις οχτώ και τέταρτο μια γυναικεία φωνή διάβασε μελωδικά το πρώτο ποίημα της βραδιάς. Τα φώτα χαμηλώσαν ελαφρώς, οι συνομιλίες σταμάτησαν, τα κινητά τηλέφωνα σίγησαν. Ο πρώτος ομιλητής πήρε το λόγο κι άρχισε να αναλύει το λόγο και τις σκέψεις του ποιητή. Πιο δεξιά, τέσσερις γυναίκες κρατούσαν την ποιητική συλλογή στα χέρια τους και μελετούσαν. Ήμουν σίγουρος πως ήταν αυτές που θα ζωντάνευαν με τη φωνή και την ψυχή τους τα ποιήματα και θα τα μετουσίωναν από άψυχο μελάνι στις λευκές σελίδες σε τροφή για σκέψη, τουλάχιστον για όποιον μπορούσε να μεταβολίσει τέτοιου είδους τροφή. Μία ξεχώρισε. Ήρθε στα μάτια μου απρόσκλητη, σαν την καταιγίδα που ξαφνικά ξεσπά και καθαρίζει την ατμόσφαιρα. Οι άλλες μου αισθήσεις πάγωσαν, σαν στοπ καρέ σε κινηματογραφική ταινία ο χρόνος σταμάτησε στα μάτια της!
Η πρώτη εισήγηση είχε τελειώσει κι ο δεύτερος εισηγητής ήταν ήδη στο μέσο της ομιλίας του όταν κατάφερα να αποδεσμεύσω το λογισμό μου από το πρόσωπό της. Δεν είχα ακούσει τίποτα. Ούτε ένα στίχο… Προσπάθησα ανεπιτυχώς να συγκεντρωθώ. Προσπάθησα πάλι και πάλι και πάλι. Μάταια. Ο ποιητής εκείνη τη βραδιά ήταν ο χαμένος, τουλάχιστον μέσα μου. Νικητής ήταν το χαμόγελό της. Ήρθε η ώρα που οι τέσσερις γυναίκες βρέθηκαν μπροστά στο κοινό, να απαγγέλουν ποίηση. Μια ποίηση στα μάτια μου η μορφή της, χάθηκα μέσα της, βλάσφημος απέναντι στο χρόνο που απαξιούσα εκείνες τις στιγμές την ύπαρξή του. Έμεινα απλά να την θαυμάζω. Η φωνή της έφτασε στο μυαλό μου όπως εκείνη η γλυκιά αίσθηση που αφήνει το μέλι όταν ακουμπάει στον ουρανίσκο. Κι όλο την κοιτούσα. Μαγνήτης στα μάτια μου το λευκό της δέρμα, μαγνήτης στην ψυχή μου η ύπαρξή της.
Η βραδιά τελείωσε κι οι απαραίτητες ευχές άρχισαν να ανταλλάσσονται μεταξύ των συντελεστών της εκδήλωσης και των παρευρισκόμενων. Δεν τόλμησα να την πλησιάσω. Δειλός κι άβουλος αντάμα, θύμα μιας τυραννικής δύναμης μέσα μου που δε με άφηνε να εκδηλωθώ. Αναμίχθηκα με τον κόσμο, πάντα προσπαθώντας να φτάσω μια ανάσα πιο κοντά της. Όταν το κατάφερα, παρεισφρέοντας σε ένα πηγαδάκι λογοτεχνών, βρέθηκα να την κοιτάζω από το πλάι. Ο άσπρος της λαιμός με το νεανικό κι αψεγάδιαστο δέρμα έγινε η κόλασή μου. Ήθελα να τον γευτώ εκείνη τη στιγμή αν ήταν δυνατόν, αλλά δεν ήταν… Και πιο πάνω το στολισμένο με ένα λεπτεπίλεπτο σκουλαρίκι αυτί της που μεγάλωσε κι άλλο την όρεξή μου. Κι έγινα ακόμα πιο άβουλος κι ακόμα πιο δειλός. Μια τεράστια ορμή μέσα μου έκανε τα στήθη μου να θέλουν να σπάσουν. Ένα μικρό βήμα, ανεπαίσθητο όπως το καλοκαιρινό αεράκι με οδήγησε μερικά χιλιοστά πιο κοντά της…
Η συζήτηση είχε να κάνει με την ποίηση και τα ρεύματα που αυτή εκπροσωπείται στη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν μπορούσα να συμμετέχω, το μυαλό μου ήταν προσηλωμένο ευλαβικά στον άσπρο της λαιμό που εξακολουθούσα να βλέπω από δίπλα. Το μαρτύριο μεγάλωνε ακόμα περισσότερο όσο τα στοιχειωμένα δευτερόλεπτα εκείνων των στιγμών ανελέητα κυλούσαν στο ρολόι μου χωρίς ίχνος ντροπής που θα με άφηναν κάποια στιγμή έρμαιο της μοναξιάς μου. Η παρέα άλλαξε σύνθεση, η νεαρή κοπέλα είχε κατευθυνθεί προς την έξοδο. Ο κόσμος είχε αρχίσει να αποχωρεί, λίγοι είχαν μείνει πια στην αίθουσα. Άδραξα τη στιγμή να παλέψω με τον εαυτό μου και να την πλησιάσω. Λίγες στιγμές πριν φύγω, πριν φύγει κι εκείνη και χαθεί στην κρύα νύχτα, ήταν αρκετές. Στάθηκα μπροστά της. «Συγχαρητήρια, είστε υπέροχη», της είπα σχεδόν ξέπνοα. Η καρδιά μου πρέπει να είχε σταματήσει σε χρόνο προγενέστερο, μερικά δευτερόλεπτα πριν. «Χάρηκα πολύ», είπα ξανά. «Κι εγώ» μου απάντησε και με κέρασε το πιο όμορφο χαμόγελό της που με έστειλε ακόμα πιο βαθιά στην κόλαση. Το απαλό της χέρι έκανε τη σπονδυλική μου να σκιρτήσει. «Άγγελος» ψιθύρισα. Έκανε να μου απαντήσει, αλλά με μια πολύ κοφτή κίνηση ακούμπησα το δείχτη του χεριού μου στα χείλη της. «Δε θέλω να μου πείτε το όνομά σας. Θέλω μόνο να μου επιτρέψετε να σας ονειρευτώ απόψε…»
Περιπλανήθηκα στους αδειανούς δρόμους της πόλης, ήθελα να αδειάσω το μυαλό μου. Μάταια όμως. Όταν γύρισα στο σπίτι τα παιδιά είχαν ήδη κοιμηθεί. Άλλαξα και ξάπλωσα. Αγκαλιά με ένα άλλο κορμί, πολύτιμο κι αυτό όπως η ζωή μου, αλλά απομυθοποιημένο πια. Είχα εξερευνήσει κάθε σπιθαμή του, χρόνια ατελείωτα πάλευα να το μάθω. Έδωσα ένα φιλί στο πίσω μέρος του λαιμού της και ψιθύρισα ένα γλυκό καληνύχτα, ελάχιστο δείγμα της αγάπης και της ευγνωμοσύνης μου. Κι ύστερα αφέθηκα στα όνειρά μου με τα μάτια ορθάνοιχτα να ατενίζουν τις σκιές στο σκοτάδι της νύχτας. Εκείνη η άγνωστη ήρθε γνωρίζοντας πως αυθαδιάζει. Τι δουλειά είχε μέσα μου; Ο ύπνος άργησε να με πάρει. Κι εγώ άργησα να πάρω μέσα μου μια δόση από τη φωνή και το χαμόγελό της, εκείνη που είχα με προσοχή φυλάξει στο πίσω μέρος του μυαλού μου για το βράδυ. Για όλα τα βράδια μέχρι να ξεθωριάσει η ανάμνησή της. Δεν ξέρω, δεν έμαθα ποτέ ποιο είναι το όνομά της. Κι όσο η θύμησή της χανόταν από μέσα μου, τόσο πιο επιτακτική ένιωθα την ανάγκη να της δώσω ένα όνομά, τουλάχιστον αυτό δε θα χανόταν όσο κι αν εκείνα τα άψυχα δευτερόλεπτα του ρολογιού τραβούσαν αμείλικτα το χρόνο προς τα μπρος. Ρίτα. Έτσι θα τη φώναζα. Μόνο στα όνειρά μου, που ξεθώριαζαν πια κι είχαν γίνει άσπρα, σαν τον αψεγάδιαστο κάτασπρο λαιμό της που με είχε οδηγήσει εκείνο το κρύο βράδυ στη ζεστή φωτιά της κόλασης…
0 Σχόλια